Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί δημοκράτες

Ομιλία στην εκδήλωση του free thinking zone (Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon»  (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).

Τι πρέπει και τι μπορούν να κάνουν στη σημερινή πολιτική κατάσταση οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες;

Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη συζήτηση αυτή με την παραδοχή ότι και τα τρία αυτά ρεύματα είναι (πάντοτε ήταν) μειοψηφικά στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς και της αριστεράς αντιστοίχως. Και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο εκλογικό βάθος, με αναιμικούς δεσμούς με κοινωνικές οργανώσεις, και με την όποια επιρροή τους να περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια μιας «ιντελλιγκέντσιας» επαρχιωτικής και αυτής.

Πρόκειται για μια κάπως αμείλικτη ανάγνωση, χρήσιμη παρόλα αυτά ως αντίδοτο στην πρόσφατη κινητικότητα προς αναζήτηση «αριστοκρατικών» λύσεων: «κόμμα προσωπικοτήτων», «κυβέρνηση αρίστων» κ.ά.

Βέβαια, μια πιο επιεικής ανάγνωση θα ήταν εξίσου βάσιμη: τα ρεύματα αυτά άσκησαν πάντοτε μια επιρροή δυσανάλογη με το μέγεθός τους, ενώ υπήρξαν (είναι ακόμη) εκκολαπτήρια γόνιμων ιδεών. Επί πλέον, παρότι στην παραδοσιακή αντίθεση «δεξιά / αριστερά» καταλαμβάνουν μια μειοψηφική ίσως περιθωριακή θέση, στην άλλη αντίθεση «Δύση / Ανατολή», ή «Ευρώπη / Βαλκάνια», η οποία τέμνει την προηγούμενη εγκαρσίως, κατέχουν αντίθετα θέση πρωτοπορίας στη μια από τις δύο παρατάξης (την ίδια, φυσικά) εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής: οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες υπήρξαν πάντοτε (και ακόμη είναι) οι συνεπέστεροι υπερασπιστές της άποψης ότι «ανήκουμε στη Δύση» - ή, αν προτιμάτε, ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στην καρδιά της Ευρώπης.

Επειδή στις μέρες μας η τελευταία αυτή αντίθεση τυχαίνει να είναι η πιο κρίσιμη, το άρθρο μας «Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας», που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012) με την υπογραφή των Δημήτρη Σκάλκου, Γιώργου Σιακαντάρη και Μάνου Ματσαγγάνη, δημιούργησε προσδοκίες. Μια τυπική αντίδραση ήταν του τύπου: «επιτέλους, καιρός ήταν, κάντε κάτι, πρέπει όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις να ενωθούν στο ίδιο κόμμα / εκλογική συμμαχία προτού να είναι αργά».

Είναι καλή αυτή η ιδέα;

Είμαι αρκετά αμφίθυμος ως προς αυτό. Βασικά, νομίζω ότι δεν είναι. Για τρεις κυρίως λόγους.

Πρώτον, θα μου φαινόταν κάπως υπερβολικά ριψοκίνδυνο να συγκεντρωθούν όλοι οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας σε ένα νέο κόμμα, το οποίο μετά θα λάβει λ.χ. 15% των ψήφων.

Δεύτερον, για έναν αριστερό δημοκράτη όπως εμένα, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες υπήρξαν πάντοτε προνομιακοί συνομιλητές, ενίοτε σύμμαχοι σε κοινούς αγώνες, άλλες φορές αντίπαλοι (ποτέ εχθροί). Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και φυσικά όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες. Αλλά μπορούμε να συνυπάρχουμε στο ίδιο κόμμα; Νομίζω ότι οι (υπαρκτές) διαφορές μας συσκοτίζονται από το ότι η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από πιο «πρωτόγονα» ζητήματα, στα οποία συμφωνούμε.

Τρίτον, για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες, θα πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά – και αυτή η δουλειά θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει κυρίως στο εσωτερικό του αντίστοιχου ευρύτερου χώρου. Προσωπικά δεν έχω καμμιά απολύτως διάθεση να αποκοπώ από έναν αριστερό κόσμο που με παρακολουθεί, συχνά εκνευρίζεται από όσα γράφω ή λέω, αλλά συνήθως προβληματίζεται από αυτά, και καμμιά φορά συμφωνεί μαζί μου.

Για αυτούς τους λόγους τείνω να θεωρώ ότι η βιαστική συστέγαση όλων μας στο ίδιο κόμμα ή εκλογικό συνασπισμό δεν είναι καλή ιδέα. Παραμένω όμως αμφίθυμος. Αφήνω περιθώριο στο ενδεχόμενο αυτό που μου φαίνεται λάθος σήμερα να αποδειχθεί σωστό σε λίγο καιρό. Το γιατί σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις: ζούμε εποχή ρευστότητας, ή μάλλον ρευστοποίησης των πολιτικών κομμάτων που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση (του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ), και συνεπώς αναδιάταξης του πολιτικού τοπίου.

Ποιος για παράδειγμα θα καταλάβει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τη ριζοσπαστική δεξιά μέχρι την κεντροδεξιά που αφήνει κενό η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ; Όπως έχω ξαναγράψει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η τύχη του χώρου θα εξαρτηθεί από την τύχη της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην Ευρώπη, μπορεί κάποτε να δούμε μια μεγάλη αριστερά που θα είναι φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική και δημοκρατική. Εάν όχι, πολύ φοβάμαι ότι ο χώρος - ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό - θα μονοπωληθεί από δυνάμεις εθνικιστικές, κρατιστικές, λαϊκιστικές και αυταρχικές.

Η αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου σήμερα είναι το κυριότερο καθήκον όλων μας: φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών δημοκρατών.

Το μέλλον της αριστεράς και το μέλλον της χώρας

Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» στη Θεσσαλονίκη (Τρίτη 12 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).


Ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα; Θα μπορούσε κανείς, κάνοντας (μαύρο) χιούμορ, να απαντήσει ότι ίσως η αριστερά στην Ελλάδα έχει περισσότερο μέλλον από την ίδια την Ελλάδα. Πράγματι, όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, πάντοτε θα υπάρχουν κάποιοι που θα κάθονται αριστερά στη Βουλή (στο βαθμό βέβαια που θα υπάρχει Βουλή). Το πώς θα είναι, όμως, αυτή η αριστερά, και τι θα λέει, θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας τους αμέσως επόμενους μήνες – ή ίσως εβδομάδες.


Θα μείνουμε στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εάν ναι, έχουμε μια ελπίδα να συγκλίνουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. να αποκτήσουμε ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό, μια δυναμική οικονομία της αγοράς, με σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κοινωνική προστασία.


Σε μια τέτοια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε κάποτε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Μια αριστερά κατά πάσα πιθανότητα πληθυντική (αυτό συνεπάγεται η πολιτική ιστορία της χώρας), αλλά πάντως με τα κόμματα που την συναποτελούν σταθερά προσανατολισμένα στο σεβασμό του Συντάγματος και των άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και στην ειλικρινή και ανεπιφύλακτη απόρριψη της βίας.


Αυτό το τελευταίο, κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς στο σύνολό της, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, είναι σχετικά πρόσφατο: χρειάστηκε η (από κάθε άποψη) τρομακτική εμπειρία των δεκαετιών του ’70 και του ’80 για να διαλυθούν και οι τελευταίες αυταπάτες για τα αιματηρά αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί το φλερτ με την «ένοπλη πάλη». Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η αποφασιστική υιοθέτηση της μη βίας «ως ιδεώδους και ως μεθόδου», εκ μέρους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Fausto Bertinotti στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.


Θα αντιτείνει κανείς: «δηλαδή πάνε όλα πρίμα για την ευρωπαϊκή αριστερά;» Όχι βέβαια. Οι σοσιαλιστές, η μεγαλύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας ήλεγχαν τις 13 από τις κυβερνήσεις των 15 (τότε) κρατών μελών της Ε.Ε. – χωρίς τελικά να επιδείξουν κάτι θεαματικό, και σίγουρα χωρίς να καταφέρουν να πετύχουν τον (ομολογουμένως φιλόδοξο) στόχο της «πολιτικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης». Κάτι ανάλογο ισχύει για τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία – όπως άλλωστε είχε εγκαίρως προβλέψει ο Eric Hobsbawm – δεν δείχνει ικανή να επωφεληθεί εκλογικά από την οικονομική κρίση. Το ίδιο και για τους Πράσινους, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έχουν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους, με την έννοια ότι έχουν χάσει το μονοπώλιο της οικολογικής ευαισθησίας, αφού ο σεβασμός του περιβάλλοντος έχει πλέον περάσει στο πολιτικό mainstream και (στον α’ ή στον β’ βαθμό) στις θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Πάντως, παρά την όχι και τόσο συναρπαστική πρόσφατη επίδοσή της, η ευρωπαϊκή αριστερά παραμένει εργαστήρι ιδεών, δύναμη υπεράσπισης των εργαζομένων και απόκρουσης των διακρίσεων, στο πνεύμα του γνωστού τριπτύχου «libertè, egalitè, fraternitè».


Ίσως ο λόγος που η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι τόσο συναρπαστική είναι ότι η ίδια η Ευρώπη δεν είναι τόσο συναρπαστική. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε για αυτό τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ιδέας, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είδαν το κλειδί για τον οριστικό τερματισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου» που διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. Για αυτό άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εν μέσω μιας δύσκολης υπαρξιακής κρίσης, η Ευρώπη παθιάζεται όχι για τον επόμενο πόλεμο ή την επόμενη δικτατορία, αλλά απλώς για τους όρους του επόμενου πακέτου διάσωσης. Ας θυμίσω το προφανές, ότι δηλαδή η προηγούμενη κρίση ανάλογης σοβαρότητας (το Κραχ του ’29) είχε οδηγήσει σε εθνικιστική αναδίπλωση, σε επικράτηση του φασισμού και τελικά σε παγκόσμιο πόλεμο. Είμαι πεισμένος ότι όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη, θα παραμείνουμε μακριά - σε απόσταση ασφαλείας – από κάτι τέτοιο.


Σε αρκετούς Ευρωπαίους (ιδίως Έλληνες, ιδίως από τις νεώτερες γενιές) όλα αυτά δεν φτάνουν: τους φαίνονται ανιαρά. Όντως: δεν συγκρίνονται π.χ. με τη μάχη του Somme, που κόστισε πάνω από 300.000 νεκρούς σε 4½ μόλις μήνες (20.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο την πρώτη μέρα, μόνο στη βρετανική πλευρά). Ανάμεσα σε όσους πολέμησαν (και σε όσους χάθηκαν) εκεί ήταν και μερικοί από τους λαμπρότερους νεαρούς ποιητές της εποχής, οι οποίοι ως γνωστόν έγραψαν μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του 20ού αι. Αντίθετα, δεν νομίζω να διανοήθηκε κανείς ποτέ να γράψει ποίηση για τη Margaret Thatcher που χτυπά το τσαντάκι της στο τραπέζι απαιτώντας να της επιστραφεί μέρος της βρετανικής συμμετοχής στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ούτε πολύ λιγότερο για τις ατέρμονες συνεδριάσεις σχετικά με το ενδεδειγμένο μέγεθος των λαχανακίων Βρυξελλών (αγαπημένο μοτίβο του ευρωσκεπτιστικού φολκλόρ).


Και όμως, είχε δίκιο ο Rolf Dahrendorf - αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, που στην ίδια ζωή υπήρξε κατά σειρά βουλευτής του Γερμανικού Κοινοβουλίου (FDP), δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, πρύτανης της London School of Economics και μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων – όταν αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έγραφε ότι «από όλα τα μέρη του κόσμου μόνο η Ευρώπη έχει καταφέρει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, δημοκρατικές ελευθερίες και ταυτόχρονα κοινωνική συνοχή».


Συνεπώς, και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, εάν μείνουμε στην Ευρώπη έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Με κόμματα στα οποία η σοσιαλιστική κουλτούρα συνυπάρχει με τη φιλελεύθερη, σε διάφορες φυσικά δοσολογίες. Και τα οποία έχουν λύσει διάφορα ζητήματα τα οποία εδώ μας ταλαιπωρούν ακόμη: Ναι στην αγορά, ή μήπως όχι; (Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο ερώτημα για τα όρια της αγοράς, το οποίο είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά και συχνά η πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη: αναφέρομαι στο ερώτημα για το εάν μια αριστερή οικονομική πολιτική πρέπει να αφήνει χώρο στην αγορά ή όχι – σαν να υπήρξε ποτέ ιστορικό προηγουμένο κοινωνίας που κατήργησε την αγορά χωρίς ταυτόχρονα να καταργήσει και τη δημοκρατία.) Και άλλα ζητήματα, ακόμη πιο δυσάρεστα: Έμμεση δημοκρατία, ή μήπως μόνο άμεση; Τηρούμε το Σύνταγμα και τους νόμους, ή μήπως εφαρμόζουμε επιλεκτικά μόνο ό,τι μας βολεύει; Η βία είναι πάντοτε κακό πράγμα, ή μήπως μερικές φορές είναι και καλό; Οι ένοπλοι της 17Ν είναι δολοφόνοι που αυτοαναγορεύτηκαν σε «λαϊκούς εκδικητές», ή μήπως «σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε» (και σε τι ακριβώς);


Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο να μην μείνουμε στην Ευρώπη. Όχι από σχέδιο: είμαι διατεθειμένος να πιστέψω τις διαβεβαιώσεις των βασικών διεκδικητών της πρωτιάς και του ανεκδιήγητου bonus των 50 εδρών, ότι δεν επιθυμούν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αλλά από λάθος. Ή λόγω αδυναμίας χειρισμού μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Και κυρίως: λόγω αυτοπαγίδευσης και του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά σε μια βλακώδη και αδιέξοδη ρητορική που συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα (πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; πώς θα μοιράσουμε δίκαια τις θυσίες; πώς θα ανακάμψει η οικονομία; με ποιες μεταρρυθμίσεις;) και που στη θέση τους κατασκευάζει άλλα, φανταστικά.


Βέβαια, ακόμη και αν δεν μείνουμε στην Ευρώπη, κάποιου είδους αριστερά θα έχουμε πάντοτε. Με την έννοια που και στο Λίβανο της δεκαετίας του ’70, στα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχε αριστερά (οι Δρούζοι μουσουλμάνοι). Με την έννοια που και στη Σερβία του καταστροφικού πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία υπήρχε αριστερά (ο Μιλόσεβιτς). Και με την έννοια που στο Ιράκ των τελευταίων δεκαετιών υπήρχε αριστερά – και μάλιστα σοσιαλίζουσα και «κοσμική» (το Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν).


Το ερώτημα είναι ποιος θέλει να γίνουμε Λίβανος, ή Σερβία, ή Ιράκ.


Εμείς πάντως όχι.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Η τύχη του χώρου εξαρτάται από τις τύχες της χώρας

Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της «Athens Voice» για τη σοσιαλδημοκρατία με τίτλο «Αναζητώντας τη μεταρρύθμιση» (Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012).


Για διάφορους λόγους (οικονομικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς), στην Ελλάδα – όπως και αλλού στη Νότια Ευρώπη – δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βορειοευρωπαϊκού τύπου. Με την εξαίρεση μικρών κινήσεων και ομάδων, μέχρι τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία δεν υπάρχει καν σοσιαλιστικό κόμμα άξιο λόγου. Επί πλέον, όταν τελικά εμφανίζεται, έχει «μαξιμαλιστικό» αντί για «ρεφορμιστικό» προσανατολισμό. Βέβαια, ενώ το PSOE του Φελίπε Γκονζάλεθ γρήγορα (και μόνιμα) μετατρέπεται σε κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το αντίστοιχο εγχείρημα του Κώστα Σημίτη δεν έχει ούτε βάθος ούτε διάρκεια.


Η παρακμή του ΠΑΣΟΚ εγείρει το ερώτημα για το μέλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Ποια θα είναι η πολιτική έκφραση του αχανούς χώρου που εκτείνεται από την κεντροδεξιά έως τη (μετα)κομμουνιστική αριστερά; Θα έλεγα ότι η τύχη του χώρου εξαρτάται από τις τύχες της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην ευρωζώνη (και στην ΕΕ), τότε ίσως καταφέρουμε να εκσυγχρονίσουμε την οικονομία, το κράτος και τους θεσμούς. Αυτό το έδαφος ευνοεί –αλλά δεν εξασφαλίζει – την οικοδόμηση ενός κεντροαριστερού κόμματος που να συνδυάζει τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τη μεικτή οικονομία και το κοινωνικό κράτος.


Εάν αντίθετα οδηγηθούμε εκτός Ευρώπης, θα έχουμε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς μια οικονομία και ένα πολιτικό σύστημα βαλκανικού-μεσανατολικού τύπου. Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι σε ένα τέτοιο έδαφος η κεντροαριστερά θα είναι εθνικιστική και λαϊκιστική (όπως και οι αντίπαλοί της).


Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο Σαντάμ Χουσεΐν (ηγέτες που απολάμβαναν την υποστήριξη του 95% του ελληνικού λαού, σύμφωνα με τις σχετικές δημοσκοπήσεις), εκτός από χασάπηδες ήταν και (κεντρο)αριστεροί.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Το Μνημόνιο και το διακύβευμα των εκλογών

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Έθνος» με θέμα «Επαναδιαπραγμάτευση, αναθεώρηση ή καταγγελία; Τι θα αλλάζατε στο Μνημόνιο;» (Κυριακή 3 Ιουνίου 2012).


Μια χώρα που για να μπει στο ευρώ δεσμεύτηκε για έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, αλλά μετά από λίγα χρόνια το έφτασε σε σχεδόν 16%, όπως συνέβη με την Ελλάδα το 2009, δεν έχει την πολυτέλεια να συζητά εάν θα μειώσει το έλλειμμά της. Ιδίως αφού διαπιστώσει ότι οι αγορές δεν είναι πια διατεθειμένες να την δανείζουν (με επιτόκια που δεν είναι απαγορευτικά).


Η μόνη λογική συζήτηση για μια τέτοια χώρα είναι όχι εάν αλλά πώς θα μειώσει το έλλειμμά της. Εμείς αυτό δεν το κάναμε, ούτε τότε ούτε τώρα (δυόμιση ολόκληρα χρόνια μετά). Προτιμήσαμε να συζητάμε για άλλα αντ’ άλλων. Και αφού δεν το κάναμε μόνοι μας, ανέλαβε να το κάνει για λογαριασμό μας η τρόικα: η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, δηλ. οι μόνοι που (για δικούς τους λόγους) συνέχισαν να μας δανείζουν, και μάλιστα με συμφέροντες για εμάς όρους. Το τι ακριβώς θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να μειώσει το έλλειμμά της ονομάστηκε «Μνημόνιο».


Το Μνημόνιο της τρόικας περιείχε μέτρα που ήταν αυτονόητα (πάταξη της φοροδιαφυγής, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μείωση της σπατάλης στην υγεία και αλλού), άλλα που ήταν αμφιλεγόμενα (εκποίηση της δημόσιας περιουσίας), και κάποια που μέχρι στιγμής τουλάχιστον έχουν αποδειχθεί λανθασμένα (η θεωρητικά εύλογη πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», η οποία στην πράξη μείωσε τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα χωρίς όμως να οδηγήσει σε μείωση των τιμών).


Μπορούμε να κάνουμε σήμερα ό,τι δεν κάναμε τα τελευταία δυόμιση χρόνια; Δηλ. να το πάρουμε απόφαση ότι η λιτότητα είναι αναπόφευκτη, και ότι το μόνο άξιο λόγου ζήτημα είναι το πόσο δίκαιη και πόσο αποδοτική θα είναι αυτή; Και να συμφωνήσουμε σε ένα δικό μας Μνημόνιο, που να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο της τρόικας, με καλύτερο όμως και δικαιότερο τρόπο;


Φυσικά μπορούμε. Ποτέ δεν είναι αργά. Θα έχουμε χάσει όμως πολύτιμο χρόνο. Στα τελευταία δυόμιση χρόνια δεν μοιράσαμε δίκαια τα βάρη της αναγκαίας προσαρμογής, δεν προστατεύσαμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης, δεν εξυγιάναμε την οικονομία, την πολιτική, τη δημόσια διοίκηση. Ούτε βάλαμε τις βάσεις για να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη που κάποια στιγμή φαίνεται ότι θα έρθει, καθώς η Ευρώπη προσανατολίζεται προς μια πιο επεκτατική οικονομική πολιτική. Και αυτή την αποτυχία χρεώνεται το πολιτικό σύστημα της χώρας, μαζί με όλους τους στυλοβάτες του: κόμματα, συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις, επαγγελματικές ενώσεις, μέσα ενημέρωσης.


Ακόμη και τώρα, εάν οι εκλογές οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, ευρύτατης υποστήριξης, με πρόγραμμα την αποφασιστική μείωση των ελλειμμάτων και την ταχεία προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, και με στόχο την παραμονή στο ευρώ (και στην ΕΕ), τότε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορεί να υπολογίζει στην κατανόηση των Ευρωπαίων εταίρων μας.


Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλ. οι κύριες πολιτικές δυνάμεις εξακολουθήσουν να ψάχνουν λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν, όπως μας προτείνει το αντιμνημονιακό μπλοκ Σπίθας-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-Καμμένου-Χρυσής Αυγής, και όπως ονειρεύεται τόσο το βαθύ ΠΑΣΟΚ όσο και η ηγετική ομάδα της ΝΔ, τότε θα βρεθούμε χωρίς πολλά-πολλά εκτός ευρώ (και ίσως εκτός ΕΕ).


Και τότε, η λιτότητα που αναγκαστικά θα ζήσουμε θα είναι τόσο άγρια που θα μας κάνει να νοσταλγήσουμε τα τελευταία δυόμιση χρόνια.


Αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Η πολιτική οικονομία της εθνικής συμφιλίωσης

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 20 Μαΐου 2012) με τίτλο «Συνεννόηση εντός της Ευρώπης».


Σε ομαλές περιόδους, το «εθνικό συμφέρον» φαντάζει ρητορική κατασκευή, χρήσιμη κυρίως για την απόσπαση της συναίνεσης εκείνων που μένουν πίσω καθώς η κοινωνία προχωράει. Στη σημερινή περίοδο κρίσης, το τι ακριβώς υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον εμφανίζεται με όλο και καθαρότερη μορφή. Η Ελλάδα πρέπει να μείνει πάση θυσία στην Ευρώπη, με νόμισμα το ευρώ. Το αντίθετο θα ήταν καταστροφή, όχι τόσο για τις εύπορες τάξεις (που έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους), όσο για τις ασθενέστερες (που θα βρεθούν απροετοίμαστες και απροστάτευτες στο μάτι του κυκλώνα).


Διάφοροι δημαγωγοί και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος πασχίζουν να μας πείσουν ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν θα ήταν δα και τίποτε σπουδαίο. Θα περάσουμε, λένε, στην αρχή μερικές δυσκολίες, αλλά μετά μας περιμένει ζωή χαρισάμενη. Και αν όχι ζωή χαρισάμενη, η έξοδος από την Ευρώπη θα φέρει πιο κοντά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ή αν όχι τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε σίγουρα την εθνική παλιγγενεσία. Αφόρητες και επικίνδυνες ανοησίες.


Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές έδειξαν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στις προσεχείς εκλογές φιλοδοξεί να αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία, δεν έχει σαφή ιδέα για το τι πρέπει να γίνει με την οικονομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσυρε τη χώρα στις κάλπες χωρίς ακόμη να έχει αποφασίσει για τα βασικά: Μέσα στο ευρώ ή έξω; Καταγγελία του Μνημονίου ή αναδιαπραγμάτευση; Και χωρίς τα λεφτά του Μνημονίου, πού θα βρούμε λεφτά για μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία, σχολεία;


Ίσως κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει τελικά «ποια είναι η γραμμή». Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να την επιβάλει στο ετερόκλητο συνονθύλευμα όσων τον συναποτελούν. Και τότε θα διαπιστώσει ότι η «ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς» σφυρηλατείται πολύ δυσκολότερα με τη νηφάλια αναζήτηση επώδυνων μα αναγκαίων λύσεων, από ό,τι με την ανέξοδη ρητορική της τυφλής καταγγελίας.


Εν τω μεταξύ, από τις φωναχτές σκέψεις των πολλών μαθητευόμενων μάγων αλλά και των λίγων σοβαρών στελεχών του κόμματος αυτού, ένα πράγμα προβάλλει με σαφήνεια: η μονομερής καταγγελία του Μνημονίου οδηγεί σε έξοδο από το ευρώ και μετά από την Ευρώπη. Τα δε μέτρα που θα υποχρεωθεί να λάβει τότε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αγριότερα από ο,τιδήποτε εφαρμόστηκε τα τελευταία δύο χρόνια και θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τη λιτότητα του Μνημονίου. Και στο βάθος δεν θα μας περιμένει η πολυπόθητη ανάπτυξη, αλλά η στασιμότητα που θα ανατροφοδοτεί τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα, κρατώντας τη χώρα καθηλωμένη σε χαμηλές επιδόσεις.


Το αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, η συρρικνωμένη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Όχι μόνο επειδή όλοι θυμούνται πώς κυβέρνησε κατά την καταστροφική πενταετία 2004-2009, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης και κακοδιοίκησης, που έφερε τα ελλείμματα στα ύψη και τη χώρα στο κατώφλι της χρεωκοπίας. Αλλά και επειδή το κόμμα αυτό έχει καταντήσει σκιά της φιλελεύθερης παράταξης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό που οραματίστηκε ο ιδρυτής του: είναι πλέον ένα βαλκανικού τύπου δεξιό κόμμα, με αντιδυτικά ένστικτα και εθνικιστικά αντανακλαστικά.


Όσο για το αποδεκατισμένο ΠΑΣΟΚ, θα αργήσει να συνέλθει από τη χρόνια νόσο του κυβερνητισμού, της ταύτισης κόμματος και κράτους.


Και τώρα τι κάνουμε; Μην έχοντας την πολυτέλεια του χρόνου, δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που – έστω προσχηματικά – δεσμεύονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ, θα υποχρεωθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την αντιπαράθεση γύρω από το Μνημόνιο - η οποία βραχυκυκλώνει το δημόσιο διάλογο - και να στρέψουν τη συζήτηση στα κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; Πώς θα εξυγιάνουμε το κράτος και τους θεσμούς; Πώς θα ενθαρρύνουμε την υγιή επιχειρηματικότητα; Πώς θα προστατεύσουμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης; Πώς θα δώσουμε προοπτική στους ανέργους; Πρόκειται για τα ίδια ερωτήματα που προβάλλουν επίμονα εδώ και δύο χρόνια, αλλά μένουν ακόμη αναπάντητα.


Το μακρινό 1973, ένας μεγάλος ηγέτης της ευρωπαϊκής αριστεράς κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες κρίσης η αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει ακόμη και όταν διαθέτει το 51% των ψήφων. Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Enrico Berlinguer, την επομένη των εκλογών του Ιουνίου.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012).


Οι κοινωνίες και τα κράτη, σε αντίθεση με τα άτομα, δεν αυτοκτονούν διαμιάς. Ο θάνατός τους επέρχεται συνήθως βαθμιαία, μέσα από μια διαδικασία σταδιακής παρακμής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα αποτελέσματα των προχθεσινών εκλογών δεν μας προκαλούν κατάπληξη, αν και οπωσδήποτε αφήνουν μια αφάνταστα πικρή γεύση.


Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του πελατειακού κομματικού κράτους και η διαρκής κακοποίηση των θεσμών της ανοιχτής κοινωνίας αναπόφευκτα απαξίωσαν συνολικά το πολιτικό σύστημα, κάτι που τελικά αποτυπώθηκε στις πολιτικές ισορροπίες της κάλπης. Ακόμη χειρότερα, οι εξελίξεις δεν προδιαγράφονται θετικές.


Είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε τη φωνή μας δίπλα σε όσους επισημαίνουν τους υπαρκτούς κινδύνους διολίσθησης της χώρας σε συνθήκες πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και ανομίας, απομάκρυνσης από τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.


Τίποτε όμως δεν προδιαγράφει νομοτελειακά το μέλλον. Εστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, υπάρχει το περιθώριο ανάληψης των πρωτοβουλιών που θα αποτρέψουν την απειλή μιας νέας εθνικής καταστροφής. Υποστηρίζουμε ότι αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να κινηθούν στους παρακάτω τρεις άξονες:


Ο πρώτος άξονας είναι ο σχηματισμός ενός «συνταγματικού τόξου» που θα εγγυάται τον σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών και των κανόνων του κράτους δικαίου.


Ο δεύτερος άξονας είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού «διχτυού ασφαλείας» για τους ασθενέστερους συμπολίτες μας. Ενα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, απόλυτα εφικτό δημοσιονομικά, που να αποσκοπεί στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην παροχή υπηρεσιών, όχι μόνο επιδομάτων, είναι αναγκαίο ανάχωμα στην κοινωνική αποσύνθεση αλλά και μέσο ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.


Ο τρίτος άξονας είναι ο σεβασμός των δανειακών δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει, και ταυτόχρονα η προώθηση και άμεση εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να κινηθούμε προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο να στηρίζεται σε ένα Δημόσιο που προσφέρει κοινωνικά αγαθά ποιότητας στους πολίτες, καθώς και σε μια υγιή και εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, με το κράτος να ελέγχει τις εξωτερικές συνθήκες ανταγωνισμού.


Η προστασία των δημοκρατικών θεσμών είναι προαπαιτούμενο αξιοπρέπειας του πολίτη, οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης. Αντίθετα, η προστασία των ευνοημένων συντεχνιών και ομάδων ειδικών συμφερόντων του χρεοκοπημένου μας συστήματος είναι τροχοπέδη στην επιβίωση της χώρας. Το τεράστιο κόμμα του δημόσιου συντεχνιασμού έχει εξαντλήσει τη χώρα προτού εξαντληθεί το ίδιο.


Η επόμενη μέρα πρέπει να βρει τη χώρα με σταθερή διακυβέρνηση. Καλούμε τις σοσιαλδημοκρατικές, αριστερές και φιλελεύθερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, όπου και αν βρίσκονται, να αντιληφθούν ότι η ολιγωρία, η απραξία και οι διαχειριστικές λογικές του παρελθόντος αφήνουν ένα τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης.


Αν δεν κινηθούν αποφασιστικά, με βάση σοβαρές προγραμματικές συμφωνίες, θα το πράξουν άλλοι. Και αυτό που θα δουν, δεν θα τους αρέσει καθόλου. Η αποτροπή των χειρότερων είναι το ζητούμενο της επόμενης μέρας.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Οι εκλογές της απροσδιοριστίας

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Πέμπτη 3 Μαΐου 2012).
 

Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!

Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.

Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;

Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.

Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.

Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.

Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.

Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.

Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.

Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.

Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.

Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.

Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.

Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.

Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.

Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.