Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί δημοκράτες

Ομιλία στην εκδήλωση του free thinking zone (Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon»  (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).

Τι πρέπει και τι μπορούν να κάνουν στη σημερινή πολιτική κατάσταση οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες;

Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη συζήτηση αυτή με την παραδοχή ότι και τα τρία αυτά ρεύματα είναι (πάντοτε ήταν) μειοψηφικά στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς και της αριστεράς αντιστοίχως. Και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο εκλογικό βάθος, με αναιμικούς δεσμούς με κοινωνικές οργανώσεις, και με την όποια επιρροή τους να περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια μιας «ιντελλιγκέντσιας» επαρχιωτικής και αυτής.

Πρόκειται για μια κάπως αμείλικτη ανάγνωση, χρήσιμη παρόλα αυτά ως αντίδοτο στην πρόσφατη κινητικότητα προς αναζήτηση «αριστοκρατικών» λύσεων: «κόμμα προσωπικοτήτων», «κυβέρνηση αρίστων» κ.ά.

Βέβαια, μια πιο επιεικής ανάγνωση θα ήταν εξίσου βάσιμη: τα ρεύματα αυτά άσκησαν πάντοτε μια επιρροή δυσανάλογη με το μέγεθός τους, ενώ υπήρξαν (είναι ακόμη) εκκολαπτήρια γόνιμων ιδεών. Επί πλέον, παρότι στην παραδοσιακή αντίθεση «δεξιά / αριστερά» καταλαμβάνουν μια μειοψηφική ίσως περιθωριακή θέση, στην άλλη αντίθεση «Δύση / Ανατολή», ή «Ευρώπη / Βαλκάνια», η οποία τέμνει την προηγούμενη εγκαρσίως, κατέχουν αντίθετα θέση πρωτοπορίας στη μια από τις δύο παρατάξης (την ίδια, φυσικά) εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής: οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί δημοκράτες υπήρξαν πάντοτε (και ακόμη είναι) οι συνεπέστεροι υπερασπιστές της άποψης ότι «ανήκουμε στη Δύση» - ή, αν προτιμάτε, ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι στην καρδιά της Ευρώπης.

Επειδή στις μέρες μας η τελευταία αυτή αντίθεση τυχαίνει να είναι η πιο κρίσιμη, το άρθρο μας «Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας», που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012) με την υπογραφή των Δημήτρη Σκάλκου, Γιώργου Σιακαντάρη και Μάνου Ματσαγγάνη, δημιούργησε προσδοκίες. Μια τυπική αντίδραση ήταν του τύπου: «επιτέλους, καιρός ήταν, κάντε κάτι, πρέπει όλες οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις να ενωθούν στο ίδιο κόμμα / εκλογική συμμαχία προτού να είναι αργά».

Είναι καλή αυτή η ιδέα;

Είμαι αρκετά αμφίθυμος ως προς αυτό. Βασικά, νομίζω ότι δεν είναι. Για τρεις κυρίως λόγους.

Πρώτον, θα μου φαινόταν κάπως υπερβολικά ριψοκίνδυνο να συγκεντρωθούν όλοι οι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας σε ένα νέο κόμμα, το οποίο μετά θα λάβει λ.χ. 15% των ψήφων.

Δεύτερον, για έναν αριστερό δημοκράτη όπως εμένα, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες υπήρξαν πάντοτε προνομιακοί συνομιλητές, ενίοτε σύμμαχοι σε κοινούς αγώνες, άλλες φορές αντίπαλοι (ποτέ εχθροί). Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και φυσικά όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες. Αλλά μπορούμε να συνυπάρχουμε στο ίδιο κόμμα; Νομίζω ότι οι (υπαρκτές) διαφορές μας συσκοτίζονται από το ότι η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από πιο «πρωτόγονα» ζητήματα, στα οποία συμφωνούμε.

Τρίτον, για να γίνει η Ελλάδα μια χώρα όπου όλοι οι κεντρώοι/κεντροδεξιοί είναι φιλελεύθεροι, όλοι οι κεντροαριστεροί είναι σοσιαλδημοκράτες, και όλοι οι αριστεροί είναι δημοκράτες, θα πρέπει να κάνουμε πολλή δουλειά – και αυτή η δουλειά θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει κυρίως στο εσωτερικό του αντίστοιχου ευρύτερου χώρου. Προσωπικά δεν έχω καμμιά απολύτως διάθεση να αποκοπώ από έναν αριστερό κόσμο που με παρακολουθεί, συχνά εκνευρίζεται από όσα γράφω ή λέω, αλλά συνήθως προβληματίζεται από αυτά, και καμμιά φορά συμφωνεί μαζί μου.

Για αυτούς τους λόγους τείνω να θεωρώ ότι η βιαστική συστέγαση όλων μας στο ίδιο κόμμα ή εκλογικό συνασπισμό δεν είναι καλή ιδέα. Παραμένω όμως αμφίθυμος. Αφήνω περιθώριο στο ενδεχόμενο αυτό που μου φαίνεται λάθος σήμερα να αποδειχθεί σωστό σε λίγο καιρό. Το γιατί σχετίζεται με τις πολιτικές εξελίξεις: ζούμε εποχή ρευστότητας, ή μάλλον ρευστοποίησης των πολιτικών κομμάτων που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση (του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ), και συνεπώς αναδιάταξης του πολιτικού τοπίου.

Ποιος για παράδειγμα θα καταλάβει τον αχανή χώρο που εκτείνεται από τη ριζοσπαστική δεξιά μέχρι την κεντροδεξιά που αφήνει κενό η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ; Όπως έχω ξαναγράψει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η τύχη του χώρου θα εξαρτηθεί από την τύχη της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην Ευρώπη, μπορεί κάποτε να δούμε μια μεγάλη αριστερά που θα είναι φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική και δημοκρατική. Εάν όχι, πολύ φοβάμαι ότι ο χώρος - ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό - θα μονοπωληθεί από δυνάμεις εθνικιστικές, κρατιστικές, λαϊκιστικές και αυταρχικές.

Η αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου σήμερα είναι το κυριότερο καθήκον όλων μας: φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών δημοκρατών.

Το μέλλον της αριστεράς και το μέλλον της χώρας

Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» στη Θεσσαλονίκη (Τρίτη 12 Ιουνίου 2012). Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012).


Ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα; Θα μπορούσε κανείς, κάνοντας (μαύρο) χιούμορ, να απαντήσει ότι ίσως η αριστερά στην Ελλάδα έχει περισσότερο μέλλον από την ίδια την Ελλάδα. Πράγματι, όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, πάντοτε θα υπάρχουν κάποιοι που θα κάθονται αριστερά στη Βουλή (στο βαθμό βέβαια που θα υπάρχει Βουλή). Το πώς θα είναι, όμως, αυτή η αριστερά, και τι θα λέει, θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας τους αμέσως επόμενους μήνες – ή ίσως εβδομάδες.


Θα μείνουμε στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εάν ναι, έχουμε μια ελπίδα να συγκλίνουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. να αποκτήσουμε ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό, μια δυναμική οικονομία της αγοράς, με σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κοινωνική προστασία.


Σε μια τέτοια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε κάποτε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Μια αριστερά κατά πάσα πιθανότητα πληθυντική (αυτό συνεπάγεται η πολιτική ιστορία της χώρας), αλλά πάντως με τα κόμματα που την συναποτελούν σταθερά προσανατολισμένα στο σεβασμό του Συντάγματος και των άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και στην ειλικρινή και ανεπιφύλακτη απόρριψη της βίας.


Αυτό το τελευταίο, κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς στο σύνολό της, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, είναι σχετικά πρόσφατο: χρειάστηκε η (από κάθε άποψη) τρομακτική εμπειρία των δεκαετιών του ’70 και του ’80 για να διαλυθούν και οι τελευταίες αυταπάτες για τα αιματηρά αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί το φλερτ με την «ένοπλη πάλη». Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η αποφασιστική υιοθέτηση της μη βίας «ως ιδεώδους και ως μεθόδου», εκ μέρους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Fausto Bertinotti στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.


Θα αντιτείνει κανείς: «δηλαδή πάνε όλα πρίμα για την ευρωπαϊκή αριστερά;» Όχι βέβαια. Οι σοσιαλιστές, η μεγαλύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας ήλεγχαν τις 13 από τις κυβερνήσεις των 15 (τότε) κρατών μελών της Ε.Ε. – χωρίς τελικά να επιδείξουν κάτι θεαματικό, και σίγουρα χωρίς να καταφέρουν να πετύχουν τον (ομολογουμένως φιλόδοξο) στόχο της «πολιτικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης». Κάτι ανάλογο ισχύει για τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία – όπως άλλωστε είχε εγκαίρως προβλέψει ο Eric Hobsbawm – δεν δείχνει ικανή να επωφεληθεί εκλογικά από την οικονομική κρίση. Το ίδιο και για τους Πράσινους, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έχουν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους, με την έννοια ότι έχουν χάσει το μονοπώλιο της οικολογικής ευαισθησίας, αφού ο σεβασμός του περιβάλλοντος έχει πλέον περάσει στο πολιτικό mainstream και (στον α’ ή στον β’ βαθμό) στις θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Πάντως, παρά την όχι και τόσο συναρπαστική πρόσφατη επίδοσή της, η ευρωπαϊκή αριστερά παραμένει εργαστήρι ιδεών, δύναμη υπεράσπισης των εργαζομένων και απόκρουσης των διακρίσεων, στο πνεύμα του γνωστού τριπτύχου «libertè, egalitè, fraternitè».


Ίσως ο λόγος που η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι τόσο συναρπαστική είναι ότι η ίδια η Ευρώπη δεν είναι τόσο συναρπαστική. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε για αυτό τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ιδέας, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είδαν το κλειδί για τον οριστικό τερματισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου» που διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. Για αυτό άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εν μέσω μιας δύσκολης υπαρξιακής κρίσης, η Ευρώπη παθιάζεται όχι για τον επόμενο πόλεμο ή την επόμενη δικτατορία, αλλά απλώς για τους όρους του επόμενου πακέτου διάσωσης. Ας θυμίσω το προφανές, ότι δηλαδή η προηγούμενη κρίση ανάλογης σοβαρότητας (το Κραχ του ’29) είχε οδηγήσει σε εθνικιστική αναδίπλωση, σε επικράτηση του φασισμού και τελικά σε παγκόσμιο πόλεμο. Είμαι πεισμένος ότι όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη, θα παραμείνουμε μακριά - σε απόσταση ασφαλείας – από κάτι τέτοιο.


Σε αρκετούς Ευρωπαίους (ιδίως Έλληνες, ιδίως από τις νεώτερες γενιές) όλα αυτά δεν φτάνουν: τους φαίνονται ανιαρά. Όντως: δεν συγκρίνονται π.χ. με τη μάχη του Somme, που κόστισε πάνω από 300.000 νεκρούς σε 4½ μόλις μήνες (20.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο την πρώτη μέρα, μόνο στη βρετανική πλευρά). Ανάμεσα σε όσους πολέμησαν (και σε όσους χάθηκαν) εκεί ήταν και μερικοί από τους λαμπρότερους νεαρούς ποιητές της εποχής, οι οποίοι ως γνωστόν έγραψαν μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του 20ού αι. Αντίθετα, δεν νομίζω να διανοήθηκε κανείς ποτέ να γράψει ποίηση για τη Margaret Thatcher που χτυπά το τσαντάκι της στο τραπέζι απαιτώντας να της επιστραφεί μέρος της βρετανικής συμμετοχής στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ούτε πολύ λιγότερο για τις ατέρμονες συνεδριάσεις σχετικά με το ενδεδειγμένο μέγεθος των λαχανακίων Βρυξελλών (αγαπημένο μοτίβο του ευρωσκεπτιστικού φολκλόρ).


Και όμως, είχε δίκιο ο Rolf Dahrendorf - αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, που στην ίδια ζωή υπήρξε κατά σειρά βουλευτής του Γερμανικού Κοινοβουλίου (FDP), δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, πρύτανης της London School of Economics και μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων – όταν αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έγραφε ότι «από όλα τα μέρη του κόσμου μόνο η Ευρώπη έχει καταφέρει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, δημοκρατικές ελευθερίες και ταυτόχρονα κοινωνική συνοχή».


Συνεπώς, και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, εάν μείνουμε στην Ευρώπη έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Με κόμματα στα οποία η σοσιαλιστική κουλτούρα συνυπάρχει με τη φιλελεύθερη, σε διάφορες φυσικά δοσολογίες. Και τα οποία έχουν λύσει διάφορα ζητήματα τα οποία εδώ μας ταλαιπωρούν ακόμη: Ναι στην αγορά, ή μήπως όχι; (Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο ερώτημα για τα όρια της αγοράς, το οποίο είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά και συχνά η πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη: αναφέρομαι στο ερώτημα για το εάν μια αριστερή οικονομική πολιτική πρέπει να αφήνει χώρο στην αγορά ή όχι – σαν να υπήρξε ποτέ ιστορικό προηγουμένο κοινωνίας που κατήργησε την αγορά χωρίς ταυτόχρονα να καταργήσει και τη δημοκρατία.) Και άλλα ζητήματα, ακόμη πιο δυσάρεστα: Έμμεση δημοκρατία, ή μήπως μόνο άμεση; Τηρούμε το Σύνταγμα και τους νόμους, ή μήπως εφαρμόζουμε επιλεκτικά μόνο ό,τι μας βολεύει; Η βία είναι πάντοτε κακό πράγμα, ή μήπως μερικές φορές είναι και καλό; Οι ένοπλοι της 17Ν είναι δολοφόνοι που αυτοαναγορεύτηκαν σε «λαϊκούς εκδικητές», ή μήπως «σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε» (και σε τι ακριβώς);


Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο να μην μείνουμε στην Ευρώπη. Όχι από σχέδιο: είμαι διατεθειμένος να πιστέψω τις διαβεβαιώσεις των βασικών διεκδικητών της πρωτιάς και του ανεκδιήγητου bonus των 50 εδρών, ότι δεν επιθυμούν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αλλά από λάθος. Ή λόγω αδυναμίας χειρισμού μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Και κυρίως: λόγω αυτοπαγίδευσης και του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά σε μια βλακώδη και αδιέξοδη ρητορική που συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα (πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; πώς θα μοιράσουμε δίκαια τις θυσίες; πώς θα ανακάμψει η οικονομία; με ποιες μεταρρυθμίσεις;) και που στη θέση τους κατασκευάζει άλλα, φανταστικά.


Βέβαια, ακόμη και αν δεν μείνουμε στην Ευρώπη, κάποιου είδους αριστερά θα έχουμε πάντοτε. Με την έννοια που και στο Λίβανο της δεκαετίας του ’70, στα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχε αριστερά (οι Δρούζοι μουσουλμάνοι). Με την έννοια που και στη Σερβία του καταστροφικού πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία υπήρχε αριστερά (ο Μιλόσεβιτς). Και με την έννοια που στο Ιράκ των τελευταίων δεκαετιών υπήρχε αριστερά – και μάλιστα σοσιαλίζουσα και «κοσμική» (το Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν).


Το ερώτημα είναι ποιος θέλει να γίνουμε Λίβανος, ή Σερβία, ή Ιράκ.


Εμείς πάντως όχι.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Η τύχη του χώρου εξαρτάται από τις τύχες της χώρας

Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της «Athens Voice» για τη σοσιαλδημοκρατία με τίτλο «Αναζητώντας τη μεταρρύθμιση» (Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012).


Για διάφορους λόγους (οικονομικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς), στην Ελλάδα – όπως και αλλού στη Νότια Ευρώπη – δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βορειοευρωπαϊκού τύπου. Με την εξαίρεση μικρών κινήσεων και ομάδων, μέχρι τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία δεν υπάρχει καν σοσιαλιστικό κόμμα άξιο λόγου. Επί πλέον, όταν τελικά εμφανίζεται, έχει «μαξιμαλιστικό» αντί για «ρεφορμιστικό» προσανατολισμό. Βέβαια, ενώ το PSOE του Φελίπε Γκονζάλεθ γρήγορα (και μόνιμα) μετατρέπεται σε κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το αντίστοιχο εγχείρημα του Κώστα Σημίτη δεν έχει ούτε βάθος ούτε διάρκεια.


Η παρακμή του ΠΑΣΟΚ εγείρει το ερώτημα για το μέλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Ποια θα είναι η πολιτική έκφραση του αχανούς χώρου που εκτείνεται από την κεντροδεξιά έως τη (μετα)κομμουνιστική αριστερά; Θα έλεγα ότι η τύχη του χώρου εξαρτάται από τις τύχες της χώρας. Εάν παραμείνουμε στην ευρωζώνη (και στην ΕΕ), τότε ίσως καταφέρουμε να εκσυγχρονίσουμε την οικονομία, το κράτος και τους θεσμούς. Αυτό το έδαφος ευνοεί –αλλά δεν εξασφαλίζει – την οικοδόμηση ενός κεντροαριστερού κόμματος που να συνδυάζει τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τη μεικτή οικονομία και το κοινωνικό κράτος.


Εάν αντίθετα οδηγηθούμε εκτός Ευρώπης, θα έχουμε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς μια οικονομία και ένα πολιτικό σύστημα βαλκανικού-μεσανατολικού τύπου. Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι σε ένα τέτοιο έδαφος η κεντροαριστερά θα είναι εθνικιστική και λαϊκιστική (όπως και οι αντίπαλοί της).


Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο Σαντάμ Χουσεΐν (ηγέτες που απολάμβαναν την υποστήριξη του 95% του ελληνικού λαού, σύμφωνα με τις σχετικές δημοσκοπήσεις), εκτός από χασάπηδες ήταν και (κεντρο)αριστεροί.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Το Μνημόνιο και το διακύβευμα των εκλογών

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Έθνος» με θέμα «Επαναδιαπραγμάτευση, αναθεώρηση ή καταγγελία; Τι θα αλλάζατε στο Μνημόνιο;» (Κυριακή 3 Ιουνίου 2012).


Μια χώρα που για να μπει στο ευρώ δεσμεύτηκε για έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, αλλά μετά από λίγα χρόνια το έφτασε σε σχεδόν 16%, όπως συνέβη με την Ελλάδα το 2009, δεν έχει την πολυτέλεια να συζητά εάν θα μειώσει το έλλειμμά της. Ιδίως αφού διαπιστώσει ότι οι αγορές δεν είναι πια διατεθειμένες να την δανείζουν (με επιτόκια που δεν είναι απαγορευτικά).


Η μόνη λογική συζήτηση για μια τέτοια χώρα είναι όχι εάν αλλά πώς θα μειώσει το έλλειμμά της. Εμείς αυτό δεν το κάναμε, ούτε τότε ούτε τώρα (δυόμιση ολόκληρα χρόνια μετά). Προτιμήσαμε να συζητάμε για άλλα αντ’ άλλων. Και αφού δεν το κάναμε μόνοι μας, ανέλαβε να το κάνει για λογαριασμό μας η τρόικα: η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, δηλ. οι μόνοι που (για δικούς τους λόγους) συνέχισαν να μας δανείζουν, και μάλιστα με συμφέροντες για εμάς όρους. Το τι ακριβώς θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να μειώσει το έλλειμμά της ονομάστηκε «Μνημόνιο».


Το Μνημόνιο της τρόικας περιείχε μέτρα που ήταν αυτονόητα (πάταξη της φοροδιαφυγής, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μείωση της σπατάλης στην υγεία και αλλού), άλλα που ήταν αμφιλεγόμενα (εκποίηση της δημόσιας περιουσίας), και κάποια που μέχρι στιγμής τουλάχιστον έχουν αποδειχθεί λανθασμένα (η θεωρητικά εύλογη πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», η οποία στην πράξη μείωσε τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα χωρίς όμως να οδηγήσει σε μείωση των τιμών).


Μπορούμε να κάνουμε σήμερα ό,τι δεν κάναμε τα τελευταία δυόμιση χρόνια; Δηλ. να το πάρουμε απόφαση ότι η λιτότητα είναι αναπόφευκτη, και ότι το μόνο άξιο λόγου ζήτημα είναι το πόσο δίκαιη και πόσο αποδοτική θα είναι αυτή; Και να συμφωνήσουμε σε ένα δικό μας Μνημόνιο, που να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο της τρόικας, με καλύτερο όμως και δικαιότερο τρόπο;


Φυσικά μπορούμε. Ποτέ δεν είναι αργά. Θα έχουμε χάσει όμως πολύτιμο χρόνο. Στα τελευταία δυόμιση χρόνια δεν μοιράσαμε δίκαια τα βάρη της αναγκαίας προσαρμογής, δεν προστατεύσαμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης, δεν εξυγιάναμε την οικονομία, την πολιτική, τη δημόσια διοίκηση. Ούτε βάλαμε τις βάσεις για να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη που κάποια στιγμή φαίνεται ότι θα έρθει, καθώς η Ευρώπη προσανατολίζεται προς μια πιο επεκτατική οικονομική πολιτική. Και αυτή την αποτυχία χρεώνεται το πολιτικό σύστημα της χώρας, μαζί με όλους τους στυλοβάτες του: κόμματα, συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις, επαγγελματικές ενώσεις, μέσα ενημέρωσης.


Ακόμη και τώρα, εάν οι εκλογές οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, ευρύτατης υποστήριξης, με πρόγραμμα την αποφασιστική μείωση των ελλειμμάτων και την ταχεία προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, και με στόχο την παραμονή στο ευρώ (και στην ΕΕ), τότε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορεί να υπολογίζει στην κατανόηση των Ευρωπαίων εταίρων μας.


Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλ. οι κύριες πολιτικές δυνάμεις εξακολουθήσουν να ψάχνουν λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν, όπως μας προτείνει το αντιμνημονιακό μπλοκ Σπίθας-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-Καμμένου-Χρυσής Αυγής, και όπως ονειρεύεται τόσο το βαθύ ΠΑΣΟΚ όσο και η ηγετική ομάδα της ΝΔ, τότε θα βρεθούμε χωρίς πολλά-πολλά εκτός ευρώ (και ίσως εκτός ΕΕ).


Και τότε, η λιτότητα που αναγκαστικά θα ζήσουμε θα είναι τόσο άγρια που θα μας κάνει να νοσταλγήσουμε τα τελευταία δυόμιση χρόνια.


Αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Η πολιτική οικονομία της εθνικής συμφιλίωσης

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (Κυριακή 20 Μαΐου 2012) με τίτλο «Συνεννόηση εντός της Ευρώπης».


Σε ομαλές περιόδους, το «εθνικό συμφέρον» φαντάζει ρητορική κατασκευή, χρήσιμη κυρίως για την απόσπαση της συναίνεσης εκείνων που μένουν πίσω καθώς η κοινωνία προχωράει. Στη σημερινή περίοδο κρίσης, το τι ακριβώς υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον εμφανίζεται με όλο και καθαρότερη μορφή. Η Ελλάδα πρέπει να μείνει πάση θυσία στην Ευρώπη, με νόμισμα το ευρώ. Το αντίθετο θα ήταν καταστροφή, όχι τόσο για τις εύπορες τάξεις (που έχουν ήδη πάρει τα μέτρα τους), όσο για τις ασθενέστερες (που θα βρεθούν απροετοίμαστες και απροστάτευτες στο μάτι του κυκλώνα).


Διάφοροι δημαγωγοί και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος πασχίζουν να μας πείσουν ότι η επιστροφή στη δραχμή δεν θα ήταν δα και τίποτε σπουδαίο. Θα περάσουμε, λένε, στην αρχή μερικές δυσκολίες, αλλά μετά μας περιμένει ζωή χαρισάμενη. Και αν όχι ζωή χαρισάμενη, η έξοδος από την Ευρώπη θα φέρει πιο κοντά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ή αν όχι τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε σίγουρα την εθνική παλιγγενεσία. Αφόρητες και επικίνδυνες ανοησίες.


Οι δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές έδειξαν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στις προσεχείς εκλογές φιλοδοξεί να αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία, δεν έχει σαφή ιδέα για το τι πρέπει να γίνει με την οικονομία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσυρε τη χώρα στις κάλπες χωρίς ακόμη να έχει αποφασίσει για τα βασικά: Μέσα στο ευρώ ή έξω; Καταγγελία του Μνημονίου ή αναδιαπραγμάτευση; Και χωρίς τα λεφτά του Μνημονίου, πού θα βρούμε λεφτά για μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία, σχολεία;


Ίσως κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει τελικά «ποια είναι η γραμμή». Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να την επιβάλει στο ετερόκλητο συνονθύλευμα όσων τον συναποτελούν. Και τότε θα διαπιστώσει ότι η «ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς» σφυρηλατείται πολύ δυσκολότερα με τη νηφάλια αναζήτηση επώδυνων μα αναγκαίων λύσεων, από ό,τι με την ανέξοδη ρητορική της τυφλής καταγγελίας.


Εν τω μεταξύ, από τις φωναχτές σκέψεις των πολλών μαθητευόμενων μάγων αλλά και των λίγων σοβαρών στελεχών του κόμματος αυτού, ένα πράγμα προβάλλει με σαφήνεια: η μονομερής καταγγελία του Μνημονίου οδηγεί σε έξοδο από το ευρώ και μετά από την Ευρώπη. Τα δε μέτρα που θα υποχρεωθεί να λάβει τότε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αγριότερα από ο,τιδήποτε εφαρμόστηκε τα τελευταία δύο χρόνια και θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τη λιτότητα του Μνημονίου. Και στο βάθος δεν θα μας περιμένει η πολυπόθητη ανάπτυξη, αλλά η στασιμότητα που θα ανατροφοδοτεί τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα, κρατώντας τη χώρα καθηλωμένη σε χαμηλές επιδόσεις.


Το αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, η συρρικνωμένη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Όχι μόνο επειδή όλοι θυμούνται πώς κυβέρνησε κατά την καταστροφική πενταετία 2004-2009, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης και κακοδιοίκησης, που έφερε τα ελλείμματα στα ύψη και τη χώρα στο κατώφλι της χρεωκοπίας. Αλλά και επειδή το κόμμα αυτό έχει καταντήσει σκιά της φιλελεύθερης παράταξης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό που οραματίστηκε ο ιδρυτής του: είναι πλέον ένα βαλκανικού τύπου δεξιό κόμμα, με αντιδυτικά ένστικτα και εθνικιστικά αντανακλαστικά.


Όσο για το αποδεκατισμένο ΠΑΣΟΚ, θα αργήσει να συνέλθει από τη χρόνια νόσο του κυβερνητισμού, της ταύτισης κόμματος και κράτους.


Και τώρα τι κάνουμε; Μην έχοντας την πολυτέλεια του χρόνου, δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που – έστω προσχηματικά – δεσμεύονται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ, θα υποχρεωθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την αντιπαράθεση γύρω από το Μνημόνιο - η οποία βραχυκυκλώνει το δημόσιο διάλογο - και να στρέψουν τη συζήτηση στα κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; Πώς θα εξυγιάνουμε το κράτος και τους θεσμούς; Πώς θα ενθαρρύνουμε την υγιή επιχειρηματικότητα; Πώς θα προστατεύσουμε τα πιο αδύναμα από τα θύματα της κρίσης; Πώς θα δώσουμε προοπτική στους ανέργους; Πρόκειται για τα ίδια ερωτήματα που προβάλλουν επίμονα εδώ και δύο χρόνια, αλλά μένουν ακόμη αναπάντητα.


Το μακρινό 1973, ένας μεγάλος ηγέτης της ευρωπαϊκής αριστεράς κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες κρίσης η αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει ακόμη και όταν διαθέτει το 51% των ψήφων. Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Enrico Berlinguer, την επομένη των εκλογών του Ιουνίου.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Το ζητούμενο της επόμενης ημέρας

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Τετάρτη 9 Μαΐου 2012).


Οι κοινωνίες και τα κράτη, σε αντίθεση με τα άτομα, δεν αυτοκτονούν διαμιάς. Ο θάνατός τους επέρχεται συνήθως βαθμιαία, μέσα από μια διαδικασία σταδιακής παρακμής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα αποτελέσματα των προχθεσινών εκλογών δεν μας προκαλούν κατάπληξη, αν και οπωσδήποτε αφήνουν μια αφάνταστα πικρή γεύση.


Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του πελατειακού κομματικού κράτους και η διαρκής κακοποίηση των θεσμών της ανοιχτής κοινωνίας αναπόφευκτα απαξίωσαν συνολικά το πολιτικό σύστημα, κάτι που τελικά αποτυπώθηκε στις πολιτικές ισορροπίες της κάλπης. Ακόμη χειρότερα, οι εξελίξεις δεν προδιαγράφονται θετικές.


Είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε τη φωνή μας δίπλα σε όσους επισημαίνουν τους υπαρκτούς κινδύνους διολίσθησης της χώρας σε συνθήκες πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και ανομίας, απομάκρυνσης από τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.


Τίποτε όμως δεν προδιαγράφει νομοτελειακά το μέλλον. Εστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, υπάρχει το περιθώριο ανάληψης των πρωτοβουλιών που θα αποτρέψουν την απειλή μιας νέας εθνικής καταστροφής. Υποστηρίζουμε ότι αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να κινηθούν στους παρακάτω τρεις άξονες:


Ο πρώτος άξονας είναι ο σχηματισμός ενός «συνταγματικού τόξου» που θα εγγυάται τον σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών και των κανόνων του κράτους δικαίου.


Ο δεύτερος άξονας είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού «διχτυού ασφαλείας» για τους ασθενέστερους συμπολίτες μας. Ενα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, απόλυτα εφικτό δημοσιονομικά, που να αποσκοπεί στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην παροχή υπηρεσιών, όχι μόνο επιδομάτων, είναι αναγκαίο ανάχωμα στην κοινωνική αποσύνθεση αλλά και μέσο ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.


Ο τρίτος άξονας είναι ο σεβασμός των δανειακών δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει, και ταυτόχρονα η προώθηση και άμεση εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να κινηθούμε προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο να στηρίζεται σε ένα Δημόσιο που προσφέρει κοινωνικά αγαθά ποιότητας στους πολίτες, καθώς και σε μια υγιή και εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, με το κράτος να ελέγχει τις εξωτερικές συνθήκες ανταγωνισμού.


Η προστασία των δημοκρατικών θεσμών είναι προαπαιτούμενο αξιοπρέπειας του πολίτη, οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης. Αντίθετα, η προστασία των ευνοημένων συντεχνιών και ομάδων ειδικών συμφερόντων του χρεοκοπημένου μας συστήματος είναι τροχοπέδη στην επιβίωση της χώρας. Το τεράστιο κόμμα του δημόσιου συντεχνιασμού έχει εξαντλήσει τη χώρα προτού εξαντληθεί το ίδιο.


Η επόμενη μέρα πρέπει να βρει τη χώρα με σταθερή διακυβέρνηση. Καλούμε τις σοσιαλδημοκρατικές, αριστερές και φιλελεύθερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, όπου και αν βρίσκονται, να αντιληφθούν ότι η ολιγωρία, η απραξία και οι διαχειριστικές λογικές του παρελθόντος αφήνουν ένα τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης.


Αν δεν κινηθούν αποφασιστικά, με βάση σοβαρές προγραμματικές συμφωνίες, θα το πράξουν άλλοι. Και αυτό που θα δουν, δεν θα τους αρέσει καθόλου. Η αποτροπή των χειρότερων είναι το ζητούμενο της επόμενης μέρας.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Οι εκλογές της απροσδιοριστίας

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Πέμπτη 3 Μαΐου 2012).
 

Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των εκλογών. Μαζί με τις διάφορες φήμες και διαδόσεις που κυκλοφορούν για τα ευρήματα των μυστικών δημοσκοπήσεων, ακούγεται επίσης η πληροφορία ότι για να φτάσουν το δείγμα των 2.000 έγκυρων απαντήσεων οι δημοσκόποι πρέπει συχνά να κάνουν τριπλάσια τηλεφωνήματα: τα δύο τρίτα όσων σηκώνουν το τηλέφωνο, το ξανακλείνουν θυμωμένοι προτού απαντήσουν!

Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι απλώς δεν έχουμε ιδέα για το πώς θα ψηφίσει το εκλογικό σώμα: θα το μάθουμε όλοι μαζί το βράδυ της Κυριακής.

Όμως η απροσδιοριστία δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών. Ισχύει επίσης ότι ποτέ στην πρόσφατη ιστορία μας δεν ήταν τόσο αβέβαιο το τι θα γίνει μετά τις εκλογές. Θα κυβερνηθεί η χώρα; Και από ποιους; Θα μπορέσει να μπει σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;

Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απαιτείται κατ’ αρχήν η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, η πολιτική αντιπαράθεση είναι ακόμη δηλητηριασμένη από τη ρητορική του μίσους. Πρόκειται για δυστύχημα μεγάλων διαστάσεων.

Πρώτον, επειδή (σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γιώργου Σιακαντάρη) «ό,τι παράγει το «αριστερό» μίσος το καταναλώνει η φασιστική δεξιά». Μόνο και μόνο για αυτό, οι ευθύνες του κ. Τσίπρα - και όσων άλλων στοιχημάτισαν μαζί του στην στρατηγική της έντασης – είναι τεράστιες.

Δεύτερον, επειδή ο παροξυσμός της μισαλλοδοξίας (με τις ρητορικές εξάρσεις για προδότες, υποτελείς, κλέφτες κτλ. πολιτικούς) συσκοτίζει τις πραγματικές αποτυχίες ενός τρόπου άσκησης της πολιτικής που μεσουράνησε επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, και αιχμαλωτίζει από τώρα τις πολιτικές ηγεσίες σε μετεκλογικά αδιέξοδα.

Τρίτον, επειδή όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, η συντεταγμένη έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει την ήρεμη διερεύνηση των (λίγων) εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε.

Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς άλλους, η επικράτηση ενός ηρεμότερου κλίματος (περισυλλογής και αναζήτησης, όχι μόνο θυμού και αγανάκτησης) θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Φυσικά δεν είναι. Ο κ. Σαμαράς έχει μεθύσει τόσο πολύ με την (ίσως λιγότερο κοντινή από όσο νομίζει) προοπτική να γίνει πρωθυπουργός, που δεν διστάζει να ποντάρει τα ρέστα του στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις – αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι «η αυτοδυναμία είναι ντεμοντέ», όπως μια υπέρβαρη κυρία θα δήλωνε ότι «οι μίνι φούστες προσβάλλουν τα χρηστά ήθη», ξεχνώντας (;) ότι το κόμμα του αυτή την αυτοδυναμία - τόσο απρόσιτη πλέον - την είχε αναγορεύσει κάποτε σε αυτοσκοπό.

Η αναξιοπιστία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι το πρώτο μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Και η ΝΔ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας και εγγυητές της ευρωπαϊκής της πορείας. Ποιος τους πιστεύει; Ποιος ξεχνά ότι και οι δύο μεγαλούργησαν στο μοντέλο πολιτικής που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας (διορισμοί, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, ανοχή στην παρανομία, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές – όλα με δανεικά); Νομίζω κανείς – ούτε καν οι όλο και λιγότεροι ψηφοφόροι τους.

Άλλωστε, τα πρόσφατα δείγματα γραφής και των δυο είναι θλιβερά: από το όργιο διορισμών υπαλλήλων από την εκλογική του περιφέρεια την τελευταία φορά που ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός, έως τον «εθνικά υπερήφανο» πλην όμως παιδαριώδη χειρισμό της τρόικας εκ μέρους του κ. Βενιζέλου άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ως υπουργού Οικονομικών πριν λίγους μήνες. Όλα αυτά δείχνουν ότι παρά τις συγγνώμες κατά βάθος δεν υπάρχει ούτε ίχνος μεταμέλειας στην ηγεσία των δύο αυτών κομμάτων. Ο αναστοχασμός για το τι πήγε στραβά είναι εντελώς ξένος με την πολιτική κουλτούρα και των δυο.

Εάν όμως μια εν λευκώ εντολή στη ΝΔ ή/και στο ΠαΣοΚ είναι η Σκύλλα που θα πρέπει να αποφύγουμε, εξ ίσου (αν όχι περισσότερο) επικίνδυνη θα ήταν η παράδοση της χώρας στην Χάρυβδη του μετώπου της δραχμής. Σε αυτό δηλαδή το συνονθύλευμα αγανακτισμένων πελατών του πελατειακού συστήματος, οπαδών της επαναστατικής ή φασιστικής βίας (ή, έστω, της βίας γενικώς), εκείνων που λένε ότι περιφρονούν τους πολιτικούς αλλά στην πραγματικότητα μισούν τη Δημοκρατία.

Αυτό το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο κάβους– και μάλιστα σε φουρτουνιασμένα νερά - θα πρέπει σήμερα να κουμαντάρουν οι δυνάμεις της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, δημοκρατικής Αριστεράς (στις οποίες ανήκω), που από το 2010 ανασυγκροτούνται στο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (με το οποίο είμαι υποψήφιος). Οι δυνάμεις αυτές μπορούν και υπερηφανεύονται ότι έχουν τις λιγότερες ευθύνες από όλους για το σημερινό αδιέξοδο. Όχι μόνο επειδή δεν κυβέρνησαν ποτέ – αλλά επειδή δεν υπέθαλψαν τον ακραίο συντεχνιασμό, δεν έκλεισαν το μάτι στη βία και στην ανομία, δεν προσέβαλαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, δεν ανέβασαν το θερμόμετρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επειδή, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης (αρχικά ως Ρήγας Φεραίος και ΚΚΕ εσωτερικού, για λίγο καιρό ως ΕΑΡ, στη συνέχεια ως ασφυκτιούσα μειοψηφία στον Συνασπισμό ή ως ανένταχτοι στον αστερισμό της κεντροαριστεράς), πολιτεύθηκαν με χαμηλούς τόνους, εκφράζοντας φρέσκιες ιδέες και διατυπώνοντας μεταρρυθμιστικές προτάσεις.

Παρ' ότι όμως εμείς φταίμε λιγότερο από όλους για τη σημερινή κρίση, δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να παίξουμε το ρόλο του δικαστή ή του δημίου. Επειδή ως παράταξη έχουμε συναίσθηση πού καταλήγουν οι τυφλές συγκρούσεις. Και επειδή εκείνοι που τελικά χάνουν σε τέτοιες συνθήκες είναι εκείνοι που μας ενδιαφέρουν περισσότερο (οι πιο αδύναμοι). Για αυτό είμαστε αποφασισμένοι να προασπίσουμε την Δημοκρατία, την νομιμότητα και την κοινή λογική.

Μας ρωτάνε: «Και τι θα κάνει η ΔΗΜ.ΑΡ. στη Βουλή, όταν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης»; Δεν θα ήταν εύκολο για οποιοδήποτε κόμμα να δεσμευτεί εκ των προτέρων για τη στάση του σε διάφορα ενδεχόμενα – ούτε θα ήταν συνετό να το κάνει. Είναι λογικό όμως η κοινή γνώμη να θέλει να ξέρει πώς θα πολιτευθεί κάθε κόμμα που ζητά την υποστηριξή της.

Εντελώς ειλικρινά, η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν μπορεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή απλούστατα δεν τα εμπιστεύεται. Δεν πιστεύει ότι πολιτικές δυνάμεις προσκολλημένες σε έναν «βαλκανικό» τρόπο άσκησης πολιτικής του 19ου αιώνα είναι σήμερα σε θέση να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Δεν μας έχουν πείσει, ούτε εμάς ούτε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Όμως η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι η Αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην πολιτική σταθερότητα και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν ενδιαφέρεται για κυβερνητικά πόστα. Ενδιαφέρεται όμως – και μάλιστα πολύ - να δώσει φωνή σε όσους σήμερα δεν έχουν, ελπίδα σε όσους την έχουν χάσει: στους φτωχούς, στους άνεργους, στους νέους.

Η συζήτηση για την μετεκλογική στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. θα αρχίσει μετά τις εκλογές, και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το μέγεθος (και τη σύνθεση) της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Έχω περιγράψει αλλού έναν τρόπο να πετύχουμε αυτό που θέλουμε (δηλ. να εκπροσωπήσουμε τους πιο αδύναμους) χωρίς να αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι που ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε (δηλ. να εμπιστευθούμε τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα στήριξης των ασθενεστέρων που έχουμε προτείνει. Και στη συνέχεια, εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής – όχι εμπιστοσύνης - στη νέα κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Και μετά τις εκλογές, η Δημοκρατική Αριστερά θα είναι παρούσα σε όλες τις κρίσιμες μάχες μέσα και έξω από τη Βουλή: για να στηρίξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αντιταχθεί στις προσπάθειες αναβίωσης της πελατειακής πολιτικής, για να υπερασπιστεί τους φτωχούς και τους ανέργους, για να δώσει προοπτική στις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου. Για να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα. Για αυτό ζητά την υποστήριξη όλων των πολιτών που αγωνιούν για το πώς η οικονομία θα βγεί από την ύφεση, πώς η κοινωνία θα επουλώσει τις πληγές της, πώς η χώρα μας θα παραμείνει ευρωπαϊκή.

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Το νέο κοινωνικό ζήτημα, το Μνημόνιο, και ο ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς


Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Τρίτη 1 Μαΐου 2012).


1. Το κοινωνικό κράτος θύμα της κρίσης;
Ένας από τους δημοφιλέστερους μύθους που πλανώνται στη δημόσια συζήτηση παρουσιάζει το κοινωνικό κράτος ως απλό θύμα της κρίσης. Η πραγματικότητα – όπως συχνά συμβαίνει – είναι κάπως πιο μπερδεμένη.
Παρά τη φιλολογία για «συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους διεθνούς», στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κοινωνική δαπάνη αυξήθηκε εν μέσω κρίσης, από 27% του ΑΕΠ το 2008 σε 30% το 2010. Βλέπετε, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα, αλλά τη βασική δουλειά του την κάνει καλά. Λειτουργεί με αυτοματισμούς: καθώς λόγω ανεργίας ή μείωσης μισθών τα εισοδήματα των ατόμων και των οικογενειών πέφτουν, τα κοινωνικά επιδόματα τα συμπληρώνουν (ιδίως τα χαμηλότερα). Τίθεται δηλ. σε λειτουργία ένα «κοινωνικό αμορτισέρ» που απορροφά εν μέρει τους κραδασμούς – ή, αν προτιμάτε, ένα δίχτυ ασφαλείας που επιτρέπει στα θύματα της κρίσης να πέσουν στα μαλακά (σχετικά πάντοτε).
Στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι πρωτοφανείς εικόνες ανέχειας και στέρησης που βλέπουμε με τα μάτια μας καθημερινά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε μπορούσε να συμβεί. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν έκανε για μια τέτοια δουλειά: ήταν ανέτοιμο και ακατάλληλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης. Έκανε βέβαια (και κάνει) άλλες δουλειές. Μπορεί να μην προστάτευε τους φτωχούς και τους άνεργους, αλλά υποστήριζε τις συντάξεις και την περίθαλψη εύπορων ομάδων με καλές διασυνδέσεις. Αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα, αλλά από την ανάποδη: από τα χαμηλά εισοδήματα στα υψηλότερα.
Θα πω σε λίγο ποιο κατά τη γνώμη μου είναι το πρόβλημα. Πρώτα, όμως, να πω ποιο δεν είναι το πρόβλημα. Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα έχει πάρα πολλές αδυναμίες, κάτι όμως από το οποίο σίγουρα δεν πάσχει είναι η έλλειψη πόρων. Η κοινωνική δαπάνη την τελευταία δεκαετία συνέκλινε προς τον Ευρωπαϊκό μ.ό. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το 2009 (δηλ. τις παραμονές της σημερινής κρίσης) έφτασε το 29% του ΑΕΠ, στέλνοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας όσον αφορά τη δαπάνη. Συνεπώς, ο λόγος που το σύστημα κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας δείχνει ανήμπορο να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν είναι ότι είναι «φτωχό». Κάθε άλλο.
Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα όσον αφορά τη δαπάνη για συντάξεις. Όχι μόνο αυτή είχε ήδη φτάσει στο 14% του ΑΕΠ (περίπου 2% πάνω από τον Ευρωπαϊκό μ.ό.) το 2009, αλλά προβλεπόταν τις επόμενες δεκαετίες να ανεβεί σε εξωφρενικά επίπεδα, της τάξης του 25% του ΑΕΠ. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η αντίστοιχη δαπάνη επίσης υπολογιζόταν ότι θα αυξηθεί, πλησιάζοντας το 15% του ΑΕΠ (όχι 25%), επικρατούσε προβληματισμός: μια αύξηση έστω κατά 1-2% του ΑΕΠ δεν είναι παίξε-γέλασε, από κάπου πρέπει να βρεθούν οι πρόσθετοι πόροι. Εδώ σε εμάς, επικρατούσε ο απόλυτος εφησυχασμός: για τους περισσότερους η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει για να αποκατασταθεί η ισονομία των πολιτών και για να μην καταρρεύσει το σύστημα, ήταν μια ακόμη παράλογη απαίτηση των ξένων που θέλουν το κακό μας. Αλλά ο λαός δεν μάσησε: κατέβηκε στους δρόμους για να ματαιώσει τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, που προέβλεπε (αν είναι δυνατόν!) ότι όλες οι συντάξεις θα υπολογίζονται με τον τρόπο που χρησιμοποιεί το ΙΚΑ, και τα κατάφερε.
Υπήρχε ένα πρόβλημα όμως. Η επόμενη 40ετία, όταν η χώρα μας θα έπρεπε να βρει πόρους της τάξης του ¼ του εθνικού εισοδήματος μόνο και μόνο για να πληρώνει συντάξεις (πράγμα απολύτως ανέφικτο αλλά και ανεπιθύμητο), δεν είναι απλώς η εποχή που τα παιδιά μου, και τα παιδιά πολλών άλλων, θα βγουν στη σύνταξη. Είναι επίσης η εποχή που θα λήξουν πολλά από τα κρατικά ομόλογα που εκδώσαμε για να δανειστούμε, ώστε να διατηρήσουμε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο για τον εαυτό μας. Αυτό δεν φαινόταν να μας ανησυχεί ιδιαίτερα. Ανησύχησε όμως, και πολύ μάλιστα, όσους μας δάνειζαν, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα πάρουν πίσω τα χρήματα που μας δάνεισαν. Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια δεν την είχαμε υπολογίσει. Την υπολόγισαν όμως οι επάρατες αγορές. Με αυτή την έννοια, το κοινωνικό κράτος συνέβαλε στην κρίση: ήταν και θύτης, όχι μόνο θύμα.

2. Το Μνημόνιο ισοπεδώνει το κοινωνικό κράτος;
Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στο Μνημόνιο. Ένα από τα πρώτα μέτρα που μας επέβαλε η τρόικα ήταν η ασφαλιστική μεταρρύθμιση – κάτι δηλ. που έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει μόνοι μας εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ώστε να έχουμε ένα σύστημα συντάξεων πιο δίκαιο και πιο βιώσιμο (που είναι τελικά το ίδιο πράγμα, αφού τα θηριώδη ελλείμματα παραβιάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο σε βάρος της γενιάς που δεν εκπροσωπείται, δηλ. σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας).
Όμως, στον ασφαλιστικό νόμο του Ιουλίου 2010 παίχτηκε η πρώτη πράξη μιας φαρσοκωμωδίας, η οποία έκτοτε επαναλαμβάνεται συστηματικά. Εμφανιζόμενη ως ηρωικά μαχόμενη υπέρ των εθνικών συμφερόντων, παίζοντας δηλ. σκληρό κατενάτσιο εναντίον της τρόικας, η τότε κυβέρνηση έδωσε (και δυστυχώς κέρδισε!) μια σειρά από μάχες – όλες υπέρ των συνήθων υπόπτων: μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, δημοσιογράφοι, υπάλληλοι της ΤτΕ, βουλευτές, κληρικοί, ένστολοι κτλ. κτλ. – όλες δηλ. οι «ευπαθείς» ομάδες - κατάφεραν τελικά να μείνουν εκτός νέου ασφαλιστικού.
Ακόμη δηλ. και τη στιγμή που γινόταν φανερό ότι το μεταπολιτευτικό μοντέλο (αυτό το μοντέλο της πολιτικής που παράγει ελλείμματα εξυπηρετώντας πελάτες) είχε πλέον φάει τα ψωμιά του, φέρνοντάς μας όλους στο χείλος του γκρεμού, η κυβέρνηση – αλλά εδώ που τα λέμε και η αντιπολίτευση, και τα συνδικάτα, και τα κανάλια κτλ. κτλ. – συνέχιζαν το ίδιο βιολί. Το μόνο, άλλωστε, βιολί που ξέρουν.
Σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια μετά, που τα πράγματα έχουν χειροτερέψει και άλλο, βλέπουμε πού οδηγεί η προσκόλληση στο λαϊκισμό και στο πελατειακό σύστημα. Τα βάρη της κρίσης κατανέμονται άδικα. Η αναπόφευκτη λιτότητα πλήττει περισσότερο όσους έχουν λιγότερη ισχύ: τους φτωχούς, τους ανέργους, τους νέους.
Λιγότεροι από χίλιοι μακροχρόνια άνεργοι θα πάρουν το σχετικό επίδομα αξίας €200 επί 12 μήνες. Οι υπόλοιποι (560+ χιλιάδες) δεν έχουν να περιμένουν απολύτως τίποτε από το κράτος. Ένα στα 4 παιδιά ζει σε συνθήκες σχετικής φτώχειας. Τα μισά περίπου θα πάρουν ένα επίδομα €8 ή €25 το μήνα, τα άλλα μισά απολύτως τίποτε. Δεν έχουμε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (23 χώρες της ΕΕ έχουν σε εθνικό επίπεδο, οι άλλες 2 σε τοπικό), και έτσι δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει τα θύματα της κρίσης όταν είναι πολύ άτυχα να πέσουν στην πιο απόλυτη φτώχεια.
Την ίδια στιγμή βέβαια βρίσκουμε €605 εκατομμύρια το χρόνο ώστε να συνεχίσουν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε νεώτερη ηλικία από ό,τι π.χ. ένας 48χρονος πανεπιστημιακός (και με καλύτερη σύνταξη από ό,τι ο μισθός του). Ας είναι καλά ο κ. Βενιζέλος που φρόντισε το θέμα τους. Και ας είναι καλά ο κ. Λοβέρδος που τους άφησε εκτός ασφαλιστικού της τρόικας.

3. Πώς θα απαλλαγούμε από το Μνημόνιο;
Ήταν όλα αυτά αναπόφευκτα; Και: μπορεί να γίνει κάτι σήμερα;
Όχι, δεν ήταν αναπόφευκτα. Και ναι, μπορεί να γίνει κάτι σήμερα.
Δεν ήταν αναπόφευκτα, επειδή κανείς δεν μας εμπόδισε το Μάιο του 2010 (ούτε τώρα μας εμποδίζει) να εφαρμόσουμε αντί για το επάρατο Μνημόνιο ένα δικό μας πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο να μειώνει τα ελλείμματα όσο και το Μνημόνιο, αλλά με δικαιότερο τρόπο. Δεν το κάναμε επειδή δεν μπορέσαμε, δηλ. επειδή δεν θελήσαμε. Ποιος, αλήθεια, μας εμπόδισε να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή, αντί να βάζουμε νέους φόρους που βαθαίνουν την ύφεση; Ποιος μας εμπόδισε να περιορίσουμε τα έξοδα μισθοδοσίας στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ εφαρμόζοντας την εφεδρεία από τους αργόμισθους, από όσους αποδεδειγμένα εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς, από όσους καλύπτουν άχρηστες θέσεις, από όσους προσελήφθησαν εκτός ΑΣΕΠ κ.ο.κ.; Η τρόικα πάντως όχι.
Ο λόγος που οι περικοπές είναι οριζόντιες, και αγριότερες από όσο ήταν αναγκαίο, δεν είναι «η αναλγησία της τρόικας». Είναι η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, την οικονομία (και, φυσικά, την πολιτική), μέσω δραστικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων. Αυτό, άλλωστε, είναι και το πραγματικό δίλημμα των εκλογών της 6ης Μαΐου: όχι αντιμνημονιακοί εναντίον μνημονιακών, αλλά μεταρρυθμιστές εναντίον αντι-μεταρρυθμιστών.
Θα μου πείτε: «δηλ. καλό είναι το Μνημόνιο;». Όχι, καλό δεν είναι (όλο). Κρίσιμες πλευρές του διαπνέονται από μια υπερ-φιλελεύθερη αντίληψη που δύσκολα θα αποδώσει. Για παράδειγμα, η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι μια εύλογη απάντηση στο πώς θα ανακτήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας επιλέγοντας να μην χρεωκοπήσουμε ατάκτως (και ευτυχώς), χωρίς δηλ. να επιστρέψουμε στη δραχμή. Η λογική της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι απλή. Εάν οι μισθοί πέσουν κατά χ%, και οι τιμές επίσης κατά χ%, τότε οι εργαζόμενοι δεν θα υποστούν (σημαντική) μείωση του εισοδήματός τους σε πραγματικούς όρους, τα ελληνικά προϊόντα θα συμφέρουν περισσότερο, οι εξαγωγές θα αυξηθούν, η ανεργία θα μειωθεί, η φορολογική βάση θα διευρυνθεί κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, και το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το εξωτερικό έλλειμμα θα μειωθούν ταυτόχρονα. Υπό έναν κρίσιμο όρο όμως: ότι οι τιμές θα πέσουν όσο και οι μισθοί. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, και μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Ο λόγος είναι ότι πολλοί εργοδότες είναι μυωπικοί και προσκολλημένοι στο πατροπαράδοτο μοντέλο της «επιχειρηματικότητας της αρπαχτής». Σε τέτοιες συνθήκες, η «εσωτερική υποτίμηση» δεν αποδίδει. Η μόνη συνέπεια της μείωσης των μισθών είναι η μεταβολή του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό είναι κακό για τους ίδιους, είναι κακό για την κοινωνία (αφού οι ανισότητες υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή), ενώ είναι κακό και για την οικονομία (αφού με εξαθλιωμένους εργαζόμενους δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη).
Επί πλέον, διαβάζουμε ότι το Μνημόνιο ΙΙ προβλέπει δραστική μείωση της δημόσιας δαπάνης σε 41% του ΑΕΠ (από 50%) προς το τέλος αυτής της δεκαετίας. Θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε τη στάθμη των δημοσίων υπηρεσιών παρά μια τέτοια μείωση; Ίσως ναι. Εάν όμως δεν τα καταφέρουμε, αυτό θα ήταν μια ήττα για όσους (όπως π.χ. ο γράφων) προτιμούν να ζουν σε μια χώρα με ισχυρό και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας, με δημόσια νοσοκομεία και δημόσια σχολεία υψηλής ποιότητας, με δημόσιους σιδηροδρόμους (που όμως να μην χρειάζονται επιδότηση 1 εκατομμυρίου ευρώ την ημέρα) κ.ο.κ.
Όλα αυτά δεν φροντίσαμε να τα φτιάξουμε την εποχή των παχιών αγελάδων (τότε που δεν υπήρχε τρόικα). Και τώρα, την εποχή των ισχνών αγελάδων, κινδυνεύουμε να μην τα αποκτήσουμε ποτέ. Όχι όμως επειδή δεν θα μας αφήσει η τρόικα. Καμιά τρόικα δεν εμποδίζει π.χ. τη Δανία, που όλα αυτά τα έχει ήδη, να τα χρηματοδοτεί με 58% του ΑΕΠ. Και αυτό επειδή πριν την κρίση ο κρατικός προϋπολογισμός της είχε για αρκετά χρόνια πλεόνασμα από 3% έως 5% (όχι έλλειμμα 15%, όπως ο δικός μας). Και το δημόσιο χρέος της είναι τώρα 27% του ΑΕΠ (όχι 160% όπως το δικό μας).
Θέλω να πω ότι όσες ευρωπαϊκές χώρες καταφέρνουν να χρηματοδοτούν όλα αυτά τα ωραία πράγματα (σχολεία, νοσοκομεία, τραίνα κτλ.) από φόρους, και όχι με δανεισμό, δεν εκτίθενται στα καπρίτσια των αγορών και δεν έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους να τους λέει τι μέτρα πρέπει να πάρουν. Αντίθετα: οι διεθνείς οργανισμοί τους δίνουν εύσημα. Από την άλλη, εμείς κινδυνεύουμε να γίνουμε Μπανανία: μια χώρα το Κοινοβούλιο της οποίας απλώς εγκρίνει τα μέτρα που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν κάπου αλλού.
Πώς όμως θα πάψουμε να είμαστε Μπανανία; Μήπως με τη θλιβερή επίδειξη πληγωμένου εθνικού εγωισμού, όπως κάνουν ο κ. Καμμένος με τον κ. Τσίπρα (και, εδώ που τα λέμε, έκαναν μέχρι πριν λίγους μήνες ο κ. Σαμαράς με τον κ. Βενιζέλο); Όχι βέβαια. Ο μοναδικός λόγος που σήμερα έχουμε χάσει ένα τμήμα της εθνικής μας ανεξαρτησίας είναι ότι βρεθήκαμε υπερχρεωμένοι και ελλειμματικοί. Άρα δεν πρόκειται να την επανακτήσουμε εάν πρώτα δεν μειώσουμε ριζικά τα ελλείμματα, με δραστικές και δίκαιες μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση του κράτους και της οικονομίας. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι η μόνη αληθινά πατριωτική πολιτική σήμερα (και η μόνη αληθινά αριστερή επίσης).

4. Τι να κάνουμε;
Αυτό με φέρνει στο τελευταίο ερώτημα: τι μπορεί να γίνει σήμερα;
Πολλά μπορούν να γίνουν. Κάποια τα ανέφερα ήδη. Επιγραμματικά, θα έλεγα ότι οι προτεραιότητες είναι οι εξής.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική:
·       Ενδυνάμωση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Επίδομα ανεργίας σε μη ανταποδοτική βάση για όλους τους ανέργους με αποδεδειγμένα χαμηλό εισόδημα. Ενιαίο επίδομα παιδιού για όλες τις οικογένειες με παιδιά, ιδίως τις φτωχότερες. Επίδομα κατοικίας για όλους τους ενοικιαστές χαμηλού εισοδήματος. Ενιαίο επίδομα αναπηρίας. Σχολικά γεύματα στα δημόσια σχολεία, ιδίως για τους φτωχότερους μαθητές. Προσεκτικός σχεδιασμός και πειραματική εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας.
·       Ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών. Αναδιοργάνωση του δικτύου βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών σε κάθε δήμο της χώρας, ώστε να είναι διαθέσιμοι σε όλες τις οικογένειες που τους χρειάζονται. Αναβάθμιση των δομών προστασίας ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρίες. Συστηματική υποστήριξη του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι».
·       Ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Πλήρης ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης στο καθεστώς του Ν3863/2010 όλων των κατηγοριών ασφαλισμένων, με τους ίδιους ακριβώς όρους χωρίς καμμία εξαίρεση. Αναμόρφωση σε ανταποδοτική βάση των επικουρικών συντάξεων και του εφάπαξ. Το σύνολο της κρατικής χρηματοδότησης στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης (από το 2015). Σταδιακή κατάργηση μέχρι τότε όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία.
Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη δημόσια πολιτική:
·       Αποκατάσταση της νομιμότητας παντού – αρχίζοντας από την ασυδοσία των ισχυροτέρων.
·       Δίκαιη κατανομή των βαρών και προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης.
·       Μηδενική ανοχή στην φοροδιαφυγή και στη φοροκλοπή.
·       Δραστικός περιορισμός του κόστους της πολιτικής.
·       Αναμόρφωση των δημόσιων υπηρεσιών με διαφάνεια, λογοδοσία και αξιοκρατία.
·       Προετοιμασία της ανάπτυξης με σταθερούς και δίκαιους κανόνες.
·       Για μια οικονομία που ανταμείβει την υγιή επιχειρηματικότητα, επενδύει στους εργαζόμενους και σέβεται το περιβάλλον.
·       Σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ευθύνης, όπου οι κανόνες της κοινής συμβίωσης γίνονται σεβαστοί από όλους.
Είμαι πεισμένος ότι τα παραπάνω είναι στο χέρι μας. Αρκεί να πάψουμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Αρκεί να το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να νοικοκυρέψουμε το σπίτι μας – όχι επειδή μας το λέει η τρόικα, αλλά για να μπορέσουν τα παιδιά μας να ζήσουν σε μια χώρα προκοπής και δημιουργίας, με περισσότερες ευκαιρίες και λιγότερες ανισότητες, μια χώρα όπου θα θέλουν να μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά.
Έχουμε αργήσει απελπιστικά πολύ. Αλλά ας κινηθούμε προς τα εκεί, έστω και τώρα. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια καλή αρχή.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Η νέα μετανάστευση των Ελλήνων: «ευλογία ή κατάρα»;


Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «TVXS» (Σάββατο 28 Απριλίου 2012).
Δίστασα πολύ προτού αποδεχθώ την ευγενική πρόσκληση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Κατ’ αρχήν επειδή με ξάφνιασε: όταν μου τηλεφώνησαν – στα μέσα Ιουλίου 2011 – βρισκόμουν στην Κατάνια της Σικελίας, και το μυαλό μου ήταν εντελώς αλλού. Αλλά, κυρίως, επειδή γενικά προσπαθώ να μιλάω μόνο για θέματα πάνω στα οποία έχω κάτι να πω, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες.
Ο λόγος που τελικά δέχθηκα δεν είναι ότι είχα προβλέψει ότι η εκδήλωση θα συμπέσει με την προεκλογική περίοδο, και ότι μάλιστα εγώ θα είμαι υποψήφιος. (Η γνώση του μέλλοντος δεν συγκαταλέγεται στα χαρίσματά μου.) Δέχθηκα υπό τον όρο ότι θα μιλήσω λίγο, αναφερόμενος κυρίως στη νέα μετανάστευση των φοιτητών μου και των συναδέλφων μου πανεπιστημιακών (την οποία γνωρίζω, ας πούμε, ανεκδοτολογικά), και δευτερευόντως στην αμέσως προηγούμενη αλλά και στην παλαιότερη μετανάστευση (την οποία αντίθετα γνωρίζω από πρώτο χέρι).
Πρώτα μερικά βαρετά αλλά αναγκαία στοιχεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχει ζωντανέψει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για μετανάστευση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τζένης Καβουνίδου (ΚΕΠΕ, περιοδικό «Οικονομικές Εξελίξεις», τ. 17/2012), το α’ εξάμηνο του 2011 εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία 4.100 άτομα (+84% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2010). Όπως ανέφερε πρόσφατα στέλεχος ελληνογερµανικής εταιρείας εύρεσης εργασίας («Καθηµερινή», 23/11/2011), η εταιρεία δέχεται καθηµερινά περίπου 60 βιογραφικά Ελλήνων πτυχιούχων 25-40 ετών, αν και ο αριθμός όσων βρίσκουν δουλειά στη Γερµανία είναι µόλις τρία άτοµα το µήνα. Από την άλλη, ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν εγγραφεί στον ιστότοπο EURES (δηλ. την «πύλη» των δηµόσιων οργανισµών απασχόλησης τύπου ΟΑΕΔ για την κινητικότητα στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας) ήταν πάνω από 20.000 τον Οκτώβριο 2011, έναντι 11.500 τον Νοέμβριο 2010. («Το Βήµα», 16/10/2011).
Το ίδιο ισχύει και για τον ιστότοπο αναζήτησης εργασίας Europass, στον οποίο κάθε πολίτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο μπορεί να στείλει το βιογραφικό του: από 46.400 βιογραφικά Ελλήνων το 2010, φτάσαμε τα 89.300 το Νοέµβριο του 2011 («Καθηµερινή», 16/12/2011). Τέλος, η πρεσβεία της Αυστραλίας στην Αθήνα διοργάνωσε τον Οκτώβριο 2011 σειρά 5 ενημερωτικών συναντήσεων για τις δεξιότητες που ζητούνται εκεί κτλ. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη: αίτηση συμμετοχής στις συναντήσεις αυτές υπέβαλαν 15.000 άτομα, από τις οποίες αιτήσεις εγκρίθηκαν οι 1.250 – εννοώ για συμμετοχή στις ενημερωτικές συναντήσεις: όσον αφορά την εγκατάσταση Ελλήνων στην Αυστραλία, η σχετική ροή παραμένει πολύ περιορισμένη: 15 για νέα εγκατάσταση και 59 για οικογενειακή επανένωση το 2011 (έναντι 22 και 101 αντιστοίχως το 2008).
Τι μας δείχνουν τα στοιχεία αυτά; Κυρίως ότι η νέα μετανάστευση είναι προς το παρόν λιγότερο πραγματικότητα και περισσότερο επιθυμία, διάθεση. Φυσικά αυτό μπορεί να αλλάξει. Όμως, η παγκόσμια οικονομία είναι σε φάση στασιμότητας. Κάποια στιγμή βέβαια θα βγει από αυτήν - αλλά τίποτε δεν δείχνει ότι τότε θα μπει σε φάση ανάπτυξης με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους της «χρυσής τριακονταετίας» (από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70). Επί πλέον, η νέα μετανάστευση των Ελλήνων – ή των Ισπανών, των Ιρλανδών κτλ. – θα έχει να ανταγωνιστεί τη μετανάστευση των εξαθλιωμένων μαζών της Αφρικής και της Ασίας, αλλά και τη μετανάστευση των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης από χώρες όπως η Ινδία ή η Κορέα. Τίποτε από τα δύο δεν ίσχυε όταν εκδηλώθηκε η προηγούμενη μετανάστευση των Ελλήνων, τις δεκαετίες του ’50 και του ’70. Συνεπώς, εξ αιτίας των διεθνών συνθηκών, η νέα μετανάστευση ίσως τελικά αποδειχθεί μικρότερης έκτασης από όσο μας φαίνεται σήμερα.
Καλό είναι αυτό ή κακό; Θα πω με δυο λόγια τι σκέφτομαι για αυτό – αλλά σε λίγο.
Τι άλλο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα διαθέσιμα στοιχεία; Να σημειώσω κατ’ αρχήν ότι αυτά είναι πιο δυσεύρετα από ό,τι στο παρελθόν, αφού ούτε η Ελ.Στατ. ούτε το γραφείο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στην Αθήνα συλλέγουν στατιστικά δεδομένα για τη μετανάστευση των Ελλήνων, συμπεραίνοντας ίσως (πρόωρα) ότι το κύμα παλιννόστησης που εντάθηκε από τη δεκαετία του ’70 έκλεισε οριστικά το ζήτημα της μετανάστευσης των Ελλήνων. Παρά την έλλειψη λεπτομερών δεδομένων, όμως, κοινή διαπίστωση είναι οι νέοι μετανάστες έχουν σαφώς υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από ό,τι οι προηγούμενοι (που ήταν κυρίως υπεράριθμοι αγρότες και άνεργοι εργάτες, κατά κανόνα μη κάτοχοι πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων).
Αυτό με φέρνει στη νέα μετανάστευση των φοιτητών και των πανεπιστημιακών που έλεγα νωρίτερα. Οι τελευταίοι είναι μια αριθμητικά μικρή ομάδα, αλλά ενδεικτική ίσως της γενικής τάσης. Πάντοτε είχαμε Έλληνες καθηγητές σε ξένα πανεπιστήμια, ακόμη και στα καλύτερα. Όμως, η (αλόγιστη) επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης την τελευταία δεκαετία (με κοινοτικά κονδύλια: το γνωστό ΕΠΕΑΕΚ) είχε απορροφήσει το σύνολο σχεδόν του αποθέματος των νεαρών διδακτορούχων με καλές σπουδές και - συχνά - διδακτική εμπειρία στο εξωτερικό οι οποίοι φιλοδοξούσαν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα στην Ελλάδα. Τώρα που (και αυτή) η φούσκα έσκασε, το απόθεμα αυξάνεται.
Από την άλλη, έχουμε αρκετά παραδείγματα διδασκόντων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού που ενώ έχουν εκλεγεί σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, ο διορισμός τους καθυστερεί τόσο απελπιστικά ώστε τελικά αναθεωρούν (προσωρινά;) την απόφασή τους να επιστρέψουν. Έχουμε επίσης (λιγότερα) παραδείγματα συναδέλφων που εγκαταλείπουν ή απλώς διακόπτουν την καριέρα τους σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο για να (ξανα)φύγουν στο εξωτερικό. Έχουμε τέλος μερικά παραδείγματα νεαρών διδακτορούχων που έρχονται από το εξωτερικό, δεν βλέπουν φώς εδώ, και ξαναφεύγουν έχοντας επιλεγεί ως ερευνητές ή λέκτορες σε κάποιο ξένο πανεπιστήμιο.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι πρώην φοιτητές μας που φεύγουν μεν για μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά που όταν αυτές ολοκληρωθούν ψάχνουν και βρίσκουν δουλειά στην ξένη χώρα (ή και σε κάποια άλλη), αντί να επιστρέψουν αμέσως στην Ελλάδα όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι αυτοί που μένουν στο εξωτερικό είναι οι πιο δραστήριοι, οι πιο επινοητικοί, οι πιο κοσμοπολίτες.
Είχα υποσχεθεί (ή απειλήσει) ότι θα πω δυο λόγια για το εάν όλα αυτά μου φαίνονται θετικά ή αρνητικά. Νομίζω ότι για τους ίδιους τους νέους μετανάστες, ιδίως όσους έχουν υψηλές δεξιότητες, η καριέρα στο εξωτερικό θα αποδειχθεί μια από τις καλύτερες ιδέες που είχαν ποτέ. Θα αφήσουν πίσω τους μια χώρα όχι απλώς φτωχότερη αλλά επίσης πιο στενάχωρη, πιο μίζερη, πιο απαισιόδοξη και πιο βίαιη από ό,τι πριν. Και επίσης μια χώρα όπου – ακριβώς όπως πριν – η αξιοκρατία είναι κενή ρητορεία, όπου οι καλές δουλειές πάνε στους «κολλητούς» και όχι στους καλύτερους, όπου ένα νέο παιδί δεν αρκεί να έχει καλές σπουδές και κέφι για δουλειά, εάν δεν έχει επί πλέον τις κατάλληλες διασυνδέσεις.
Για αυτό δεν σας κρύβω ότι σε όσους πρώην φοιτητές ή συναδέλφους ζητούν τη γνώμη μου συνιστώ πάντοτε να πάρουν τη μεγάλη απόφαση και να τολμήσουν. Για να μην πω ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να τους ακολουθήσω. (Εάν κάποτε το κάνω, θα είναι η τρίτη φορά που μεταναστεύω: οι άλλες δύο ήταν - η πρώτη - ως παιδί Gastarbeiter στη Γερμανία της δεκαετίας του ’60, και - η δεύτερη - ως μεταπτυχιακός υπότροφος στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη συνέχεια junior academic στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στην Αγγλία. Νομίζω ότι έχω πλέον αποκτήσει τεχνογνωσία.)
Συνεπάγεται αυτό ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων είναι ευεργετική και για τη χώρα; Προτού απαντήσω, θα ήθελα να θυμίσω ότι έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Όπως γράφει ο Γιάννης Καούνης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (2/5/2004), το 1965 το περιοδικό «Eποχές» αφιέρωσε 5 τεύχη (21-25) στο ερώτημα «Mετανάστευση: ευλογία ή κατάρα;»
O διάλογος ήταν πλούσιος. Συντονιστές ήταν οι Hλίας Δημητράς και Nικόλαος Πολύζος. Συμμετείχαν με κείμενά τους κορυφαία ονόματα της επιστημονικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Μεταξύ άλλων: οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Σωτήρης Αγαπητίδης, Διονύσης Kαράγιωργας και Λουκάς Πάτρας. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάγκος Πεσμαζόγλου και ο υποδιοικητής της ΑTE Αδαμάντιος Πεπελάσης. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Γεώργιος Δράκος. Οι συνδικαλιστές Oρέστης Xατζηβασιλείου και Kώστας Παπαϊωάννου. Ο αρχηγός της EPE Παναγιώτης Kανελλόπουλος – ο οποίος εθεωρείτο (ανακριβώς, κατά τον ίδιο) ότι μιλώντας για το θέμα αυτό είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «ευλογία». Οι βουλευτές της Eνώσεως Kέντρου Γεώργιος Mαύρος και Ανδρέας Παπανδρέου. Ο ηγέτης της ΕΔΑ Hλίας Hλιού, ο οποίος χαρακτήρισε την τότε μετανάστευση των Ελλήνων «αληθινή θεομηνία» («Eποχές», τ. 22/1965). Γενικά, καθώς μετακινούμαστε από τα δεξιά προς τα αριστερά, η στάση του γράφοντος γινόταν λιγότερο αμφίθυμη και σαφώς πιο απορριπτική.
Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι η προηγούμενη μετανάστευση, της γενιάς του πατέρα μου (η μετανάστευση των υπεράριθμων αγροτών και των ανέργων εργατών χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων), είχε κάποιες θετικές επιπτώσεις (μεταναστευτικά εμβάσματα, εκτόνωση των πιέσεων στην αγορά εργασίας), φοβάμαι ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων δεν θα έχει ούτε καν αυτές. Θα έχει σχεδόν αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις - δηλ. όλες όσες είχαν αναφερθεί στο αφιέρωμα του περιοδικού «Eποχές» το 1965 - στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμη, η εξής:
Όταν θα βγούμε από την κρίση, θα το χρωστάμε στους πιο δραστήριους, στους πιο επινοητικούς, στους πιο κοσμοπολίτες. Εάν, όπως έχω την εντύπωση, τέτοιοι είναι οι νεαροί συμπατριώτες μας που σήμερα μεταναστεύουν, ποιος θα μείνει πίσω για να μας βγάλει από την κρίση; Μήπως οι μπαχαλάκηδες που καίνε την Αθήνα; Οι «αδιόριστοι πτυχιούχοι» που περιμένουν καρτερικά να έρθει η σειρά τους; Οι ανεπρόκοποι γόνοι των «καλών οικογενειών» που περιμένουν να κληρονομήσουν το ιατρείο ή το δικηγορικό γραφείο ή την επιχείρηση του μπαμπά; Ή μήπως οι αγανακτισμένοι πελάτες του πελατειακού συστήματος που καταρρέει; Φοβάμαι ότι όχι: δεν θα μας βγάλουν αυτοί από την κρίση.
Για αυτό πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία. Όχι βέβαια εμποδίζοντας τους νέους ανθρώπους να πάρουν το δρόμο της ξενητειάς, εάν αυτό θέλουν. Αλλά δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να βρουν γρήγορα τον δρόμο του γυρισμού - κάνοντας δηλ. ό,τι μπορούμε για να γίνει η Ελλάδα λιγότερο στενάχωρη, λιγότερο μίζερη, λιγότερο απαισιόδοξη και λιγότερο βίαιη από ό,τι είναι σήμερα. Μια χώρα όπου η αξιοκρατία δεν είναι κενή ρητορεία, και όπου για να πάει μπροστά ένα νέο παιδί θα αρκεί να έχει απλώς καλές σπουδές και κέφι για δουλειά.

Mein Wahlprogramm in 600 Wörter


In normalen Zeiten sind normale Menschen froh die Politik den Politikern zu überlassen. Aber diese Zeit ist alles andere als normal: die Parlamentswahl am 06. Mai 2012 kann ein Wendepunkt  für die Zukunft Griechenlands sein. Dies ist der Grund warum normale Bürger, einige zum ersten Mal in ihrem Leben, eine aktive Rolle im politischen Leben übernehmen.


Hinzu kommt mein stetiges Interesse an politischen Ideen, eine feste Überzeugung zur Mitte-Links-Politik, persönliche Erfahrung durchsetzt mit kurzen Episoden der intensiven Teilnahme an politischen Aktivitäten. Und eine wahre Besessenheit auf die Verteilungswirkung der öffentlichen Politik; kurz umrissen der Hintergrund meiner Entscheidung für die Demokratische Linke im Zentrum Athens zu kandidieren.


Mein Wahlprogramm in aller Kürze:


Griechelands Platz ist im Herzen von Europa. Es gibt keine Zukunft für dieses Land außerhalb der EU. Der Austritt brächte mehr Unordnung; er würde die Griechen traumatisieren und Griechenlands Beziehungungen mit den europäischen Partner für viele Jahre vergiften.


Die Währung Griechenlands ist der Euro. Der derzeitige Zustand der Eurozone ist weit weg vom Idealzustand. Engere Koordinierung der Staaten und eine Wiederbelebung EU-weiter, öffentlicher Investitionen würde helfen, die Rezession zu beenden und die Arbeitslosigkeit in Europa zu reduzieren. Eine Änderung der europäischen Politik wäre ein Vorteil für Griechenland; dies liegt jedoch zu einem großen Teil außerhalb unseres Einflussbereiches. In der Zwischenzeit sollte unser Hauptaugenmerk darauf liegen, unser eigenes Land in Ordnung zu bringen.


Die Krise ist nicht auf Griechenland beschränkt, aber die Ursachen der griechischen Krise sind hausgemacht. Chronisch große Defizite sind das Ergebnis von klientelistischer Politik, ineffizienter öffentlicher Verwaltung und Institutionen des öffentlichen Sektors, die dringend reformiert werden müssen, ebenso wie eine Unternehmenskultur, die darauf ausgerichtet ist, sich öffentlichen Aufträge durch gute Verbindungen mit Politikern und Bürokraten zu sichern (statt durch Effizienz und Leistung). Bevor wir damit nicht Schluss machen, kann es keine nachhaltige Wachstum für die griechische Wirtschaft geben. Deshalb muss die Reduzierung der öffentlichen Defizite und die Reform der staatlichen Institutionen unsere erste Priorität sein.


Wenn auch der Sparkurs unausweichlich ist, zumindest für einige Zeit, so sollten wir darauf achten, dass er gerecht bleibt. Die steuerliche Belastung muss gerecht verteilt werden, die Verschwendung und die Ineffizienz im öffentlichen Sektor minimiert werden bei gleichzeitiger Aufrechterhaltung wesentlicher öffentlicher Leistungen und effektivem Schutz der schwächsten Opfer der Rezession.


Griechenlands Wohlfahrtssystem erweist sich ungeeignet für die Krise. Während die Arbeitslosenzahlen auf ein Rekordhoch klettern, ist die Gefahr groß, durch Arbeitsplatz- oder Einkommensverlust durch das (soziale) Raster in extreme Armut zu fallen. Deshalb muss die Stärkung des sozialen Netzes eine wichtige Priorität sein. Obwohl die Sozialausgaben gesamtwirtschaftlich ziemlich hoch sind, müssen diese nicht im Widerspruch zu der Haushaltskonsolidierung stehen: dies kann durch Rationierung der Ressourcen nach Bedürftigkeit erreicht werden, anstatt durch Zuteilung der Ressourcen nach politischer Macht der Empfänger.


Für viele ist wiedereinmal Auswanderung eine attraktive Möglichkeit. In der Regel sind es junge, aufgeschlossene, hochqualifizierte Griechen, die sich entscheiden, im Ausland ein neues Leben zu beginnen oder zu bleiben, nachdem Ihr Studium beendet ist. Gut für diese jungen Menschen, furchtbar schlecht für unser Land. Diese neuen Emigranten entkommen nicht nur der Arbeitslosigkeit:  sie lehnen vielmehr einen Arbeitsmarkt ab, in dem es wenig zu verdienen gibt und in der Initiative und Orginalität oftmals feindselig begegnet wird. Solange wir unser Haus nicht in Ordnung bringen, werden wir die Abwanderung von Fachkräften nicht stoppen.


Wir Griechen sind stolz darauf, genial, einfallsreich und kreativ zu sein - genau wie Ulysses. Ob dies wirklich der Fall ist, kann ich nicht mit Bestimmtheit sagen. Aber jetzt ist die Zeit, es zu beweisen: dem Rest der Welt, der uns beobachten, aber vor allem uns selbst.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Πρόσκληση: 25 Απριλίου


Αγαπητοί φίλοι


Με ευκαιρία (ή μάλλον πρόφαση) την υποψηφιότητά μου με τη Δημοκρατική Αριστερά στην Α' Αθήνας, σας προσκαλώ όλους για λίγη κουβέντα και (λίγο περισσότερο) ποτό.


Τετάρτη 25 Απριλίου, 9 το βράδυ, στο Βooze (Κολοκοτρώνη 57)


Θα χαρώ να σας δω εκεί


Μάνος Ματσαγγάνης




ΥΓ. Στην Ιταλία 25 Απριλίου είναι η Ημέρα της Απελευθέρωσης. Το σκίτσο είναι προς τιμήν.


Η παρτιζάνα λέει περίπου τα εξής: "Απεχθάνομαι τις ιδέες σου αλλά ρίσκαρα τη ζωή μου για να μπορείς να τις εκφράζεις ελεύθερα ... Μην το παρακάνεις όμως, ε;"


(Έτσι είμαστε εμείς οι left liberal)

Φορολογική δημοκρατία;


Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 23 Απριλίου 2012).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμοιβαία δυσπιστία που πάντοτε χαρακτήριζε τη σχέση κράτους-πολιτών στην Ελλάδα έχει ενταθεί και άλλο λόγω της κρίσης. Παρότι οι πολιτικοί δεν μιλούν για αυτό, το πρόβλημα είναι σοβαρό: δύσκολα θα βγούμε από την κρίση και δύσκολα θα μπούμε σε μια τροχιά (υγιέστερης) ανάπτυξης χωρίς πρώτα το κράτος να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Το ερώτημα είναι «πώς». Και εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν ούτε εδώ. Για να μετατραπεί η δυσπιστία σε εμπιστοσύνη χρειάζεται να φυσήξει ένας δυνατός άνεμος εξυγίανσης (της πολιτικής, της δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης), και αποκατάστασης του κράτους δικαίου (δηλ. σεβασμού των δικαιωμάτων και της νομιμότητας). Κάτι τέτοιο προφανώς δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε από τώρα να αρχίσουμε να δουλεύουμε λύσεις προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ήδη έχουμε αργήσει πολύ ...

Η φοροδιαφυγή είναι μια μόνο εκδήλωση αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης στη σχέση κράτους-πολιτών. Σημαντική όμως: η φοροδιαφυγή μας στοιχίζει ακριβά, αφού το κόστος της το πληρώνουμε σε μεγαλύτερες περικοπές στη δημόσια δαπάνη (δηλ. σε μισθούς, συντάξεις και χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών), και σε υψηλότερους φόρους (για όσους δεν μπορούν να τους αποφύγουν), από ό,τι θα ήταν αναγκαίο. Και για αυτό, μια ειλικρινής συζήτηση για το πώς μπορεί ρεαλιστικά να περιοριστεί η φοροδιαφυγή επείγει πολύ.

Μια πτυχή αυτού του προβλήματος είναι ότι ο φορολογούμενος πολίτης δεν έχει λόγο στο πώς το κράτος δαπανά τους φόρους που αυτός πληρώνει. Τι να κάνουμε; Μια ιδέα για αυτό μας έρχεται από τη γειτονική μας Ιταλία. Εδώ και λίγα χρόνια (από το 2006), στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων έχουν προστεθεί δύο κουτάκια. Σε αυτά ο φορολογούμενος μπορεί να δηλώσει σε ποια μη κερδοσκοπική οργάνωση επιθυμεί να αποδοθεί το 5 τοις χιλίοις του φόρου που του αναλογεί. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εθελοντισμού, της ιατρικής έρευνας, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια. Με τον τρόπο αυτό κατανέμεται το συνολικό ποσό που το ιταλικό κράτος έχει αποφασίσει να μοιράσει στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις: μέσω μιας ανοιχτής διαδικασίας φορολογικής δημοκρατίας, όχι με (ενίοτε, άγριο) λόμπυ στο παρασκήνιο.

Και το δεύτερο κουτάκι; Να θυμίσω κατ’ αρχήν ότι η Ιταλία είναι κοσμικό κράτος, πλήρως διαχωρισμένο από την καθολική εκκλησία (της οποίας η έδρα, στην καρδιά της Ρώμης, αναγνωρίζεται ώς άλλο κράτος: το Βατικανό). Για παράδειγμα στα σχολεία ή στα δικαστήρια δεν υπάρχει Εσταυρωμένος: μόνο η ιταλική σημαία (και η ευρωπαϊκή), καθώς και η φωτογραφία του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας. Φυσικά, το ιταλικό κράτος έχει επιλέξει να επιχορηγεί με ένα όχι ασήμαντο ποσό (περίπου 1 δις ευρώ ετησίως) την εκκλησία – ή μάλλον όλες τις εκκλησίες με σημαντική παρουσία στη χώρα: την καθολική, βέβαια, αλλά και τη μεθοδική, την ευαγγελική-λουθηρανική, καθώς επίσης και την εβραϊκή κοινότητα.

Ο μηχανισμός (γνωστός ως «8 τοις χιλίοις») με τον οποίο κατανέμεται το ποσό του 1 δις στις θρησκευτικές οργανώσεις είναι παρόμοιος αλλά όχι ακριβώς ίδιος με τον προηγούμενο. Κάθε φορολογούμενος μπορεί να συμπληρώσει το όνομα της εκκλησίας που προτιμά, ενώ στο τέλος οι προτιμήσεις αθροίζονται έχοντας όλες το ίδιο βάρος (όπως σε μια ψηφοφορία). Με άλλα λόγια, ο φορολογούμενος δεν δεσμεύει το 8 τοις χιλίοις του φόρου που αναλογεί στον ίδιο, αλλά επηρεάζει την κατανομή του 8 τοις χιλίοις του συνολικού φόρου όλων των φορολογουμένων (περίπου 1 δις ευρώ). Όπως αναμενόταν, πάνω από 80% των φορολογουμένων επιλέγουν την καθολική εκκλησία, ενώ 10% επιλέγουν την απάντηση «καμμιά θρησκευτική οργάνωση» (το ποσό παραμένει στο κράτος για να το δαπανήσει με άλλον τρόπο).

Θα μου πείτε: «Έτσι θα σωθούμε;» Όχι, όχι μόνο έτσι. Μια τέτοια ένεση φορολογικής δημοκρατίας θα ήταν (το πολύ) μια μικρή λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αμοιβαίας δυσπιστίας στη σχέση κράτους-πολιτών. Θα ήταν όμως μια καλή – και τεχνικά εύκολη – αρχή.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

My electoral manifesto in 600 words



My electoral manifesto in 600 words
Manos Matsaganis
In normal times normal people are quite happy to leave politics to politicians. But our times are anything but normal: the general election of May the 6th 2012 may well prove crucial for the future of Greece. Which is why many normal people are taking an active role in politics, some for the first time.
Add to that a continuous interest in political ideas, a firm commitment to left-of-centre politics, a personal record interspersed with brief episodes of intense participation in political activities, and a professional obsession with the distributional impact of public policy, and you get the context of my decision to be a candidate for Democratic Left in central Athens.
My electoral programme in a nutshell:
·                Greece’s place is at the heart of Europe. There is no future for the country outside the EU. A default would inevitably be a messy affair: it would traumatise ordinary Greeks, and would poison Greece’s relationship with our European partners for many years to come.
·                Greece’s currency is the Euro. The current state of the Eurozone is far from ideal: closer coordination of national policies and a revival of public investment EU-wide would help end the recession and reduce joblessness throughout Europe. Such a shift in European policy would be beneficial to Greece, but to a large extent lies beyond our control. In the meantime, our main concern should be to put our own house in order.
·                The crisis is not limited to Greece, but the deeper causes of the Greek crisis are domestic. Chronic large deficits are the result of clientelism and corruption in politics; inefficient public administration; public sector institutions in urgent need of reform; and a business culture geared to public procurement contracts secured by cultivating connections with politicians and bureaucrats. Unless we break with all this, there can be no sustainable growth for the Greek economy. This is why reducing public deficits and reforming state institutions should be our top priorities.
·                If austerity is inescapable, at least for some time, we should see that it is fair. We can do this by distributing the burden of fiscal adjustment equitably; by reducing waste and inefficiency throughout the public sector; by guaranteeing essential public services; and by protecting effectively the weakest of all victims of the recession.
·                Greece’s welfare state is proving unfit for the crisis. As unemployment figures climb to a record high, there is little to stop those suffering job loss and/or income loss from falling through the cracks into extreme poverty. This is why strengthening the social safety net should be a key priority. Since social expenditure is quite high on aggregate, this need not be inconsistent with fiscal consolidation: it can be achieved by rationing resources according to need, rather than according to the political power of recipients.
·                Emigration has once again become an attractive option to many. It is usually young, open-minded, highly-qualified Greeks who decide to start a new life abroad, or stay there when their studies are completed. Good for them, terribly bad for the country. Our new emigrants do not simply escape unemployment: they also reject a labour market where merit often counts for little, and where initiative and originality are often met with hostility. This is why there will be no end to the brain drain, unless we put our house in order.
We Greeks take pride in being ingenious, inventive and resourceful – just like Ulysses. If this is true, I really don’t know. But if it is, now is the time to prove it: not only to those watching us in the rest of the world, but mainly to ourselves.