Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 23 Απριλίου 2012).
Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι η αμοιβαία δυσπιστία που πάντοτε χαρακτήριζε τη σχέση
κράτους-πολιτών στην Ελλάδα έχει ενταθεί και άλλο λόγω της κρίσης. Παρότι οι
πολιτικοί δεν μιλούν για αυτό, το πρόβλημα είναι σοβαρό: δύσκολα θα βγούμε από
την κρίση και δύσκολα θα μπούμε σε μια τροχιά (υγιέστερης) ανάπτυξης χωρίς
πρώτα το κράτος να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Το ερώτημα είναι «πώς». Και εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν ούτε εδώ. Για να μετατραπεί η δυσπιστία σε εμπιστοσύνη χρειάζεται να φυσήξει ένας δυνατός άνεμος εξυγίανσης (της πολιτικής, της δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης), και αποκατάστασης του κράτους δικαίου (δηλ. σεβασμού των δικαιωμάτων και της νομιμότητας). Κάτι τέτοιο προφανώς δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε από τώρα να αρχίσουμε να δουλεύουμε λύσεις προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ήδη έχουμε αργήσει πολύ ...
Η φοροδιαφυγή
είναι μια μόνο εκδήλωση αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης στη σχέση
κράτους-πολιτών. Σημαντική όμως: η φοροδιαφυγή μας στοιχίζει ακριβά, αφού το κόστος
της το πληρώνουμε σε μεγαλύτερες περικοπές στη δημόσια δαπάνη (δηλ. σε μισθούς,
συντάξεις και χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών), και σε υψηλότερους φόρους (για
όσους δεν μπορούν να τους αποφύγουν), από ό,τι θα ήταν αναγκαίο. Και για αυτό,
μια ειλικρινής συζήτηση για το πώς μπορεί ρεαλιστικά να περιοριστεί η φοροδιαφυγή
επείγει πολύ.
Μια πτυχή
αυτού του προβλήματος είναι ότι ο φορολογούμενος πολίτης δεν έχει λόγο στο πώς
το κράτος δαπανά τους φόρους που αυτός πληρώνει. Τι να κάνουμε; Μια ιδέα για
αυτό μας έρχεται από τη γειτονική μας Ιταλία. Εδώ και λίγα χρόνια (από το
2006), στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων έχουν προστεθεί δύο
κουτάκια. Σε αυτά ο φορολογούμενος μπορεί να δηλώσει σε ποια μη κερδοσκοπική
οργάνωση επιθυμεί να αποδοθεί το 5 τοις χιλίοις του φόρου που του αναλογεί.
Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του
εθελοντισμού, της ιατρικής έρευνας, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια.
Με τον τρόπο αυτό κατανέμεται το συνολικό ποσό που το ιταλικό κράτος έχει
αποφασίσει να μοιράσει στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις: μέσω μιας ανοιχτής
διαδικασίας φορολογικής δημοκρατίας, όχι με (ενίοτε, άγριο) λόμπυ στο
παρασκήνιο.
Και το
δεύτερο κουτάκι; Να θυμίσω κατ’ αρχήν ότι η Ιταλία είναι κοσμικό κράτος, πλήρως
διαχωρισμένο από την καθολική εκκλησία (της οποίας η έδρα, στην καρδιά της
Ρώμης, αναγνωρίζεται ώς άλλο κράτος: το Βατικανό). Για παράδειγμα στα σχολεία ή
στα δικαστήρια δεν υπάρχει Εσταυρωμένος: μόνο η ιταλική σημαία (και η
ευρωπαϊκή), καθώς και η φωτογραφία του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας. Φυσικά,
το ιταλικό κράτος έχει επιλέξει να επιχορηγεί με ένα όχι ασήμαντο ποσό (περίπου
1 δις ευρώ ετησίως) την εκκλησία – ή μάλλον όλες τις εκκλησίες με σημαντική
παρουσία στη χώρα: την καθολική, βέβαια, αλλά και τη μεθοδική, την
ευαγγελική-λουθηρανική, καθώς επίσης και την εβραϊκή κοινότητα.
Ο μηχανισμός (γνωστός
ως «8 τοις χιλίοις») με τον οποίο κατανέμεται το ποσό του 1 δις στις
θρησκευτικές οργανώσεις είναι παρόμοιος αλλά όχι ακριβώς ίδιος με τον προηγούμενο.
Κάθε φορολογούμενος μπορεί να συμπληρώσει το όνομα της εκκλησίας που προτιμά, ενώ
στο τέλος οι προτιμήσεις αθροίζονται έχοντας όλες το ίδιο βάρος (όπως σε μια
ψηφοφορία). Με άλλα λόγια, ο φορολογούμενος δεν δεσμεύει το 8 τοις χιλίοις του
φόρου που αναλογεί στον ίδιο, αλλά
επηρεάζει την κατανομή του 8 τοις χιλίοις του συνολικού φόρου όλων των φορολογουμένων (περίπου 1 δις
ευρώ). Όπως αναμενόταν, πάνω από 80% των φορολογουμένων επιλέγουν την καθολική
εκκλησία, ενώ 10% επιλέγουν την απάντηση «καμμιά θρησκευτική οργάνωση» (το ποσό
παραμένει στο κράτος για να το δαπανήσει με άλλον τρόπο).
Θα μου πείτε:
«Έτσι θα σωθούμε;» Όχι, όχι μόνο έτσι. Μια τέτοια ένεση φορολογικής δημοκρατίας
θα ήταν (το πολύ) μια μικρή λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αμοιβαίας δυσπιστίας
στη σχέση κράτους-πολιτών. Θα ήταν όμως μια καλή – και τεχνικά εύκολη – αρχή.